Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Σπηλιά µε εγχάρακτα σχέδια 8.000 ετών στο χωριό Ασφένδου στα Σφακιά

Το παλαιότερο ίχνος κατοίκησης στην Κρήτη.
Το σπήλαιο Ασφέντου ή Σφακίων βρίσκεται κοντά στο ομώνυμο χωριό των Σφακίων. Βρίσκεται σε μια απόκρημνη πλαγιά, στη θέση Σκορδαλάκια, στο δρόμο από Ασφέντου προς Καλλικράτη. Το μικρό σπήλαιο έχει τεράστια αρχαιολογική σημασία, καθώς το 1960 βρέθηκαν βραχογραφίες που χρονολογούνται στο τέλος της Παλαιολιθικής Εποχής.

Το σπήλαιο Ασφέντου ή Σφακίων βρίσκεται κοντά στο ομώνυμο χωριό των Σφακίων. Βρίσκεται σε μια απόκρημνη πλαγιά, στη θέση Σκορδαλάκια, στο δρόμο από Ασφέντου προς Καλλικράτη και έχει μπροστά του ένα πλάτωμα με έκταση 2000 περίπου τετραγωνικά μέτρα.


Το σπήλαιο αποτελείται βασικά από μία αίθουσα η οποία στο παρελθόν ήταν μεγαλύτερων διαστάσεων. Οι έντονες κατακρημνίσεις και η πτώση της οροφής του προσδίδουν μορφολογία βραχοσκεπή.

Οι βραχογραφίες

Το μικρό αυτό σπήλαιο είναι πολύ ενδιαφέρον καθώς το 1960 ανακαλύφτηκαν εγχάρακτες παλαιολιθικές βραχογραφίες στο δάπεδο, κοντά στην είσοδο, πάνω σε σταλαγμιτική πλάκα.

Υπάρχουν βραχογραφίες με ποικιλία εικονοθεμάτων, τα οποία είναι δύσκολο να χρονολογηθούν. Κάποιοι ερευνητές, από την θεματολογία και τον τρόπο εγχάραξης τα εντάσσουν στις προϊστορικές περιόδους και πιο συγκεκριμένα στο 8000 π.Χ. ή και παλαιότερα, γεγονός που τις κάνει το παλαιότερο ίχνος 
κατοίκησης στο νησί.

Τα χαράγματα
Γενικά, τα χαράγματα, έγιναν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, γι΄αυτό και συχνά επικαλύπτονται. Υπάρχουν εικονιστικά χαράγματα, με παραστάσεις ελαφιού ή αντιλόπης, τόξου με βέλη, ακοντίου, ίσως πλοίου και μικρού κλαδιού. Επίσης, υπάρχουν και αφηρημένα χαράγματα, γραμμικά και τεκτονικά, όπως και άλλα που σχηματίζονται από μικρές σκαλιστές κουκκίδες.Αυτές οι βραχογραφίες αποδεικνύουν την ύπαρξη κυνηγών στα σφακιανά βουνά που είτε ήταν παλαιότεροι των νεολιθικών είτε επιβίωσαν σε νεολιθικούς χρόνους, απομονωμένοι, συνεχίζοντας μια παράδοση χιλιετιών.
http://www.cretanbeaches.com

Αν και οι βραχογραφίες σύµφωνα µε την A. Πετροχείλου (1992) έχουν µελετηθεί από τον Χ. Παπουτσάκη, η ερµηνεία τους παραµένει µέχρι σήµερα άγνωστη. Φαίνεται βέβαιο ότι οι βραχογραφίες ανήκουν στη νεολιθική και χρονολογούνται πριν από περίπου 7.500 έως 8.500 έτη.

Το σπήλαιο είναι «κλειδωµένο» και δεν µπορεί να βρεθεί χωρίς τη βοήθεια ντόπιων. Το κλειδί και τις οδηγίες για να πάτε έως την είσοδο του σπηλαίου µπορείτε όµως να τα βρείτε εκεί: στην έξοδο του Ασφένδου προσέξτε να εντοπίσετε στη δεξιά πλευρά την τελευταία κολώνα της ΔΕΗ και ένα σπίτι (στέγη) που βρίσκεται εκεί (περίπου 100 µέτρα από το δρόµο) [βλ. εικόνα]. 


Δίπλα ακριβώς στην κολώνα της ΔΕΗ υπάρχει ένα δροµάκι που οδηγεί σε αυτό το σπίτι (µέσα από ένα συρµατόπλεγµα). Εκεί κατοικεί ένα ζευγάρι ηλικιωµένων που είναι πολύ φιλόξενοι. Η οικοδέσποινα του σπιτιού είναι η «κλειδοκράτορας», η οποία µε χαρά πάει τους ενδιαφερόµενους µέχρι την είσοδο της σπηλιάς (είναι αυτονόητο ότι θα λάβει και κάποιο «οβολό» για αυτήν της την υπηρεσία). Όταν την επισκεφτήκαµε µας είπε και ότι τα τελευταία 10 χρόνια δεν έχει επισκεφτεί κανένας επιστήµονας τη σπηλιά αυτή. Οι τελευταίοι επισκέπτες ήταν Έλληνες αρχαιολόγοι από την Αθήνα, τα Χανιά και το Ηράκλειο.







Η διαδροµή µέχρι την σπηλιά (περίπου 500 µ.) ξεκινάει ανατολικά του σπιτιού και περνάει µέσα από µια µικρή πεδιάδα (µε γαϊδουράγκαθα, γι’ αυτό να έχετε κλειστά παπούτσια, µακριά παντελόνια κ.λπ.). Στα µέσα περίπου της διαδροµής φτάνετε σε µια στέρνα, η οποία έχει βάθος πάνω από 15 µέτρα φέρει «ίχνη σχοινιού πάνω στην πέτρα» [βλ. εικόνα] που αποτελούν ένδειξη ότι χρησιµοποιείται εδώ και πάνω από 100 χρόνια.

Η πρόσβαση στη σπηλιά γίνεται από τη νότια πλευρά στους πρόποδες του βουνού (υψόµετρο περίπου 700 µέτρα) που βρίσκεται αριστερά (από το σπίτι). Η σπηλιά ήταν αρχικά επίπεδη και βρισκόταν κάτω από βράχο (στο παρελθόν χρησιµοποιούταν πιθανόν ως καταφύγιο) πλάτους περίπου 5 µέτρων µε περίπου 16 µέτρα οριζόντιο σχεδόν βάθος και ύψος περίπου 2 µέτρα στην είσοδο έως το ανώτατο 1 µέτρο στο τέλος του σπηλαίου. 



Η είσοδος µετά την πρώτη ανακάλυψη του σπηλαίου κλείστηκε µε βράχους και αφέθηκε µόνο µια είσοδος στα δεξιά διαστάσεων περίπου 60 x 80 εκατ., η οποία κλείστηκε µε µια σιδερένια πόρτα [βλ. εικόνα]. Μέσω αυτής της «εισόδου» βρίσκεται κανείς (έρποντας) στο εσωτερικό της σπηλιάς (βλ. εικόνα κάτω). 


Το ύψος της σπηλιάς εδώ είναι το ανώτατο 60 εκατοστά, κάτι που περιορίζει κατά πολύ την «ελευθερία κίνησης». Οι βραχογραφίες βρίσκονται κοντά στην είσοδο στο έδαφος του σπηλαίου.





Οι µορφές των σχεδίων έχουν χαραχθεί πάνω σε φυσικά προϋπάρχουσες επιφάνειες, οι οποίες σε ορισµένα σηµεία φαίνονται να έχουν λειανθεί, κοντά σε δύο κοιλώµατα νερού που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο και τα οποία σήµερα έχουν γεµίσει µε χώµα [βλ. εικόνα]. Η µεγαλύτερη από αυτές [βλ. εικόνα] έχει διάµετρο περίπου 23 εκατοστών, ενώ η µικρότερη περίπου 16 εκατοστά. Τα µεµονωµένα εγχάρακτα σχέδια έχουν µέγεθος µερικών µόλις εκατοστών και είναι φτιαγµένα µε διάφορες τεχνικές χάραξης. Η συνολική επιφάνεια των εγχάρακτων σχεδίων καλύπτει περίπου 2 τετραγωνικά µέτρα του εδάφους του σπηλαίου. Με βάση τις διαφορετικές τεχνικές χάραξης και τα θέµατα των σχεδίων µπορούµε να διακρίνουµε µε βεβαιότητα διάφορες εποχές κατά τις οποίες αυτά δημιουργήθηκαν καθώς και οµάδες θεµάτων. Οι βραχογραφίες διατηρούνται σε καλή κατάσταση και αυτό ισχύει τόσο για τις βαθύτερες χαράξεις µε στίγµατα αλλά και για τις λεπτότερες χαράξεις, βλ. σχετικά και τις 3 εικόνες που ακολουθούν .





Στο βιβλίο της Τα Σπήλαια της Ελλάδας (1992) η Άννα Πετροχείλου αναφέρεται στο σπήλαιο Ασφέντου µε πέντε µόνο προτάσεις τονίζοντας την προϊστορική του σηµασία, χωρίς να εµβαθύνει περαιτέρω. Γράφει για «εγχάρακτα σχέδια από ανθρώπους της νεολιθικής περιόδου όπως απεικονίσεις άγριων ζώων, τόξα και βέλη, κλαδιά και άλλα». Ούτε σε αυτή την πηγή όµως δεν δίνεται κάποια ερµηνεία για τα παλαιότερα, το πιο πιθανό, σχέδια και τα κοιλώµατα που είναι διατεταγµένα σε κύκλους.



Οι βραχογραφίες ήταν πρακτική γνωστή σε αναρίθµητους λαούς από όλες τις ηπείρους, πλην της Ανταρκτικής.

Συχνά οι απεικονίσεις σηµαίνουν πολλά από πολιτισµικής και θρησκευτικής πλευράς αναφορικά µε τις κοινότητες όπου ανήκουν. Στις περιπτώσεις αυτές όµως δεν επιτρέπονται οι γενικές υποθέσεις. Η ερµηνεία της σηµασίας των βραχογραφιών, είναι δυνατή, υπό προϋποθέσεις πάντα, µόνον εφόσον προϋπάρχει πολύ καλή γνώση του πολιτισµού, από όπου προέρχονται. Όλα τα άλλα είναι υποθέσεις. Εν κατακλείδι, ας πάρουµε τις βραχογραφίες του Ασφένδου προς το παρόν ως αυτό που είναι – ένα µοναδικό αποτύπωµα ενός πολιτισµού της νεολιθικής περιόδου στην Κρήτη, που µέχρι στιγµής δεν έχει ερευνηθεί αρκετά.

Σηµείωση: Όπως αξίζει στη μοναδικότητα των βραχογραφιών που έχουν βρεθεί και στην σηµασία τους αναφορικά µε την προϊστορία της Κρήτης, θα συνεχίσουµε να κάνουµε έρευνα και να αναζητούµε πληροφορίες.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου