Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Ευθεία βολή στην καρδιά της (ανεξάρτητης) δικαιοσύνης.Διώχνουν τους δύο εισαγγελείς επειδή δεν συνεμορφώθησαν!

«Η Ελλάδα δεν δέχεται υποδείξεις» για θέματα Δικαιοσύνης και διάκρισης των εξουσιών, είναι η απάντηση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών στο υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας μετά τις παρεμβάσεις σχετικά με την υπόθεση της προφυλάκισης του ηγούμενουΕφραίμ.
Αντε ρε ξευτίλες που δεν δέχεστε υποδείξεις Τσουτσέκια τον τοκογλύφων. 
Βάλτε ρε ανάποδα τα παντελόνια να μην κουράζεστε να τα κατεβάζετε καθε λίγο. ΑΝΑΝΔΡΟΙ
Ισχυρό πλήγμα στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έδωσε σήμερα ο... υπουργός Δικαιοσύνης Μ. Παπαϊωάννου ο οποίος ουσιαστικά έδειξε την πόρτα της εξόδου στους δύο οικονομικούς εισαγγελείς. Προφανώς διότι δεν… συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις.
Ο κ. Παπαϊωάννου λοιπόν έθεσε ερώτημα προς το  Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για την αντικατάστασή τους εγκαλώντας τους ότι δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους κι όταν παραιτήθηκαν δεν τεκμηρίωσαν τις καταγγελίες τους και έπληξαν το κύρος της Δικαιοσύνης.
Πέρα από τα λάθη που όλοι ομολογούν ότι έκαναν οι κ. Πεπόνης και Μουζακίτης, η παρέμβαση αυτή του υπουργού δείχνει ότι ενοχλήθηκαν κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ ή φοβήθηκαν ότι μπορεί να βγουν τα άπλυτα στη φόρα ορισμένων.
Οι υποθέσεις που ερευνούσαν οι εισαγγελείς, από τα CDS μέχρι τον Λαυρεντιάδη και τα οικονομικά των κομμάτων είναι καυτές και ίσως κάποιοι να τρέμουν στην ιδέα ότι κάποιοι τρελοί και ενοχλητικοί εισαγγελείς που είναι και ανεξέλεγκτοι, θα έκαναν τη δουλειά τους.
Ολόκληρη η επιστολή του Παπαϊωάννου έχει ως εξής:....
«Παρακαλούμε όπως αποφασίσετε για την αντικατάσταση ή μη του  Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών κ.  Γρηγόριου Πεπόνη του Ζήκου και του αναπληρωτή του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών κ. Σπυρίδωνα Μουζακίτη του Θεοδώρου για τους εξής λόγους:
1. Οι ανωτέρω Αντεισαγγελείς Εφετών, με το από 28-12-11 έγγραφο τους, ζήτησαν την αντικατάστασή τους από τις προαναφερθείσες θέσεις που είχαν τοποθετηθεί μετά από την υπ’ αριθμ. 63/2011 απόφαση σας και την έκδοση του από 31-5-2011 Π. Δ/τος (Γ’ 388).  Σημειωτέον ότι οι ίδιοι  χαρακτήρισαν το έγγραφο αυτό ως παραίτηση και προβάλλουν ως λόγους τα εξής:
«Με το σχέδιο νόμου που πρόκειται να κατατεθεί και μας κοινοποιήθηκε, όλως προφασιστικά και με δήθεν επιχειρήματα ως αιτιολογία, επιχειρείται η αντικατάστασή μας και η απαλλαγή από την παρουσία μας…»,
«… δεν δεχόμαστε να είμαστε Εισαγγελείς υπό απαγόρευση και καθ’ υπαγόρευση, πολλώ μάλλον δε δεν δεχόμαστε να αποτελέσωμε ένα άλλοθι και μία θεσμική κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα πολυποίκιλλα οργανωμένα συμφέροντα και τους ποικιλώνυμους εκφραστές τους, που δραστηριοποιούνται και αναπτύσσονται στην γκρίζα ζώνη του Οικονομικού Εγκλήματος…».
2. Είναι σαφές  ότι με το έγγραφο τους αυτό:
α) Αμφισβητούν την από το Σύνταγμα κατοχυρωμένη αρμοδιότητα      νομοθετικής πρωτοβουλίας της εκτελεστικής εξουσίας,
β) Αμφισβητούν την παροχή δυνατότητας άσκησης των         καθηκόντων του Οικονομικού Εισαγγελέα από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και θεωρούν την σχετική θεσμική πρόταση ως προσβολή στο πρόσωπό τους και ως «επιχείρηση απαλλαγής από την παρουσία τους».
Με την από 29-12-11 εντολή του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ιωάννης Τέντες ζήτησε από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Φώτη Μακρή να ερευνήσει επειγόντως τους λόγους για τους οποίους οι δύο συγκεκριμένοι Αντεισαγγελείς Εφετών δήλωσαν ότι «παραιτούνται» και κυρίως να διευκρινίσουν  οι ίδιοι τι εννοούν λέγοντας ότι  «δεν δεχόμαστε  να είμαστε εισαγγελείς  υπό απαγόρευση και καθ΄ υπαγόρευση».
3. Ακολούθησε θύελλα δημοσιευμάτων με καταιγισμό  υποθέσεων  και ονομάτων που δήθεν παρεμπόδιζαν το έργο τους. Τους ζητήθηκε από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Φώτη Μακρή  να δώσουν τις αναγκαίες διευκρινήσεις και στοιχεία.
Στο σχετικό υπόμνημά τους δεν έδωσαν στοιχεία και περιορίστηκαν ουσιαστικώς στη φράση «δεν θα χαθούμε σε δυσώδεις ατραπούς ονοματολογίας, αναλισκόμενοι σε ενασχόληση με το αυτονόητο και πασίδηλο, δυστυχώς, της νεοελληνικής πραγματικότητος».
4. Μετά από αυτό ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου έθεσε την υπόθεση στο αρχείο με την 5479Α/30-12-11 αναφορά του  προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κρίνοντας τη συγκεκριμένη ενέργεια τους «παρορμητική» και ότι «δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε παρέμβαση στο έργο τους από οποιονδήποτε».
5. Με νεώτερες δηλώσεις τους  οι δύο εισαγγελικοί  λειτουργοί εξέφρασαν δημόσια την αμφισβήτησή τους για την πράξη του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Φώτη Μακρή  να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Μεταβάπτισαν το αρχικό τους υπόμνημα που φέρει τις υπογραφές τους, σε πρόχειρο σημείωμα και ζήτησαν να ανακληθεί η σχετική πράξη αρχειοθέτησης. Υποσχέθηκαν, δημόσια, με δηλώσεις και συνεντεύξεις  τους,  ότι στο νέο τους υπόμνημα θα αναφέρουν ονόματα και θα προσκομίσουν στοιχεία, «για τα πολυποίκιλα οργανωμένα συμφέροντα και τους ποικιλώνυμους εκφραστές τους» που τους εμποδίζουν στο έργο τους.
6. Ακολούθως, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Φώτης Μακρής  ζήτησε συμπληρωματικές επεξηγήσεις και εξέτασε ως μάρτυρες πέντε δικαστικούς λειτουργούς για την πληρέστερη έρευνα της υπόθεσης.
Είναι χαρακτηριστικό:
α) ότι ούτε ένας δικαστικός λειτουργός δεν επιβεβαίωσε τους βαρύτατους υπαινιγμούς των δύο Αντεισαγγελέων ως προς δήθεν παρεμβάσεις στο έργο τους.
β) Αλλά, ούτε και οι ίδιοι ανέφεραν ή προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να συνιστούν ουσιαστική παρέμβαση  στο έργο τους.
7.  Με την από 19-2-12 πορισματική αναφορά του ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Φώτης Μακρής, κατέληξε ότι η αρχική δήλωση τους για «παραίτηση» και αντικατάσταση «αποτελεί αυθόρμητη εκδήλωση για τη μελετώμενη νομοθετική κατάργησή τους», όπως φυσικά οι ίδιοι ισχυρίζονται.
Στο σκεπτικό της ίδιας αναφοράς αναγνωρίζεται ότι είναι καθ’ όλα νόμιμες:
α) Συστάσεις για την κατά απόλυτη προτεραιότητα περάτωσης υποθέσεων  εξαιρετικής σημασίας, που έγιναν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Επόπτη των Οικονομικών Αντεισαγγελέων κ. Ν. Παντελή καθώς και από εμένα με την ιδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια συνάντησης μας που έγινε με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία στις 19 Ιουλίου 2011.
β) Συμβουλές των ιεραρχικώς προϊσταμένων τους σε ότι αφορά τον τρόπο διεξαγωγής του έργου τους.
Κυρία Πρόεδρε, Κύριοι Δικαστές,
Η αντιμετώπιση της διαφθοράς στη δημόσια ζωή και στην οικονομία  αποτελεί, πλέον, εθνική προτεραιότητα. Η καταπολέμηση της συνιστά αδιαπραγμάτευτο στόχο, για όλες τις συνταγματικά  κατοχυρωμένες λειτουργίες και θεσμούς της Ελληνικής Δημοκρατικής Πολιτείας. Θεωρώ κρίσιμο σταθμό την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης για τη δημιουργία του νέου θεσμού του οικονομικού εισαγγελέα. Η εθνική αυτή προσπάθεια δεν μπορεί να αποδυναμώνεται  από «γκρίζες», νεφελώδεις και ατεκμηρίωτες καταγγελίες για πρόσωπα και συμφέροντα  που δήθεν παρεμποδίζουν τις προσπάθειες αναζήτησης της αλήθειας. Στο βαθμό που υπάρχουν, το χρέος αναζήτησης και καταλογισμού των ευθυνών ανήκει αποκλειστικά στην ίδια τη Δικαιοσύνη.
Θέτω υπόψη σας όλα τα παραπάνω, μαζί με τα έγγραφα που έχω στη διάθεση μου, και παρακαλώ να τεθούν υπόψη των μελών του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και σε περίπτωση που αποφασίσετε θετικά, να ορίσετε δύο νέους Αντεισαγγελείς Εφετών με αρμοδιότητα την έρευνα του Οικονομικού Εγκλήματος, οι οποίοι θα μπορούν να διεκπεραιώσουν το σημαντικό και πολύτιμο αυτό έργο τους με τη νηφαλιότητα, την ανεξαρτησία, την υπευθυνότητα και φυσικά την αξιοπιστία που απαιτούνται ως προϋποθέσεις για την αποτελεσματική άσκηση των σχετικών καθηκόντων τους.
Ο Υπουργός
Μιλτιάδης Παπαϊωάννου
Άμεση αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας
Ο Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, Γιάννης Μιχελάκης, έκανε την ακόλουθη       δήλωση:
«Ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Μ. Παπαϊωάννου, με έγγραφό του προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, θέτει θέμα απομάκρυνσης των Οικονομικών Εισαγγελέων κυρίων Πεπόνη καιΜουζακίτη από τη δίωξη του οικονομικού εγκλήματος.
Επιτιμά τους δικαστές γιατί εφάρμοσαν τα συνταγματικώς οριζόμενα. Και αυτό είναι πρωτοφανές.
Είναι, άλλωστε, η δεύτερη φορά, που ο κ. Παπαϊωάννου παρεμβαίνει ουσιαστικά  στο έργο της Δικαιοσύνης, στοχεύοντας τους δύο Εισαγγελείς.
Θυμίζουμε ότι, μόλις πρόσφατα, προσπάθησε να αμφισβητήσει το έργο τους, ισχυριζόμενος ότι, “έπληξαν το κύρος της Δικαιοσύνης”.
Θυμίζουμε, επίσης, ότι αντίστοιχη απόπειρα υπήρξε και από τον κ. Ε. Βενιζέλο, με την προώθηση τροπολογίας, που απέβλεπε δήθεν στην αναβάθμιση του θεσμού.
Φαίνεται, τελικά, πως ο κ. Παπαϊωάννου εναρμονίζεται με τις κομματικές ντιρεκτίβεςΜπεγλίτηΛοβέρδουΡέππα και Διαμαντοπούλου, τις ύβρεις στη Δικαιοσύνη και τις απειλές τους σ’ ολόκληρη  την κοινωνία».
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου