Σύμφωνα με τους παλαιοντολόγους το κρασί
ευδοκιμούσε πριν από την εποχή των παγετώνων στην πολική ζώνη:
Ισλανδία, Βόρεια Ευρώπη, Βορειοδυτική Ασία, ακόμη – ακόμη και στην
Αλάσκα. Οι παγετώνες περιόρισαν όμως την εξάπλωσή του, απομόνωσαν τη μία
ποικιλία από την άλλη, δημιουργώντας έτσι τα πολλά και διαφορετικά είδη
του αμπελιού.
Οι πρόγονοι του
σημερινού αμπελιού «μετακινήθηκαν» προς τις θερμότερες ζώνες της
κεντρικής – ανατολικής Ασίας, της κεντρικής Ευρώπης. Κυρίως όμως προς
την ευρύτερη περιοχή του νότιου Καυκάσου, όπου μεταξύ Εύξεινου Πόντου,
Κασπίας Θάλασσας και Μεσοποταμίας γεννήθηκε το είδος Άμπελος η Οινοφόρος
(Vitiw Vinifer, υποείδος caucasica), η οποία – σε διάφορες ποικιλίες –
καλλιεργείται μέχρι σήμερα.
Πρώτοι
γνωστοί αμπελοκαλλιεργητές θεωρούνται οι αρχαίοι Πέρσες, οι Σημιτικοί
λαοί και οι Ασσύριοι. Η τέχνη της καλλιέργειας του αμπελιού πέρασε
κατόπιν στους Αιγύπτιους, τους λαούς της Φοινίκης και στους κατοίκους
του Ελλαδικού χώρου. Δεν είναι μόνο η Μεσόγειος ο χώρος που
καλλιεργήθηκε το αμπέλι την περίοδο αυτή. Την ίδια εποχή υπάρχουν
αναφορές για το κρασί και στην αρχαία Κίνα.
Ελλάδα - Έλληνες
Δεν
είναι βεβαιωμένο από που διδάχθηκαν την οινοποιία. Το πιο πιθανό όμως
είναι ότι ασχολούνται με την αμπελοκαλλιέργεια πριν το 1700 π.Χ. Πιθανοί
δάσκαλοί τους οι ανατολικοί λαοί (Φοίνικες, Αιγύπτιοι). Άλλες αναφορές
φέρουν το κρασί να έρχεται από τη Θράκη (ας μην ξεχνάμε ότι η λατρεία
του Διονύσου θεωρείται θρακικής – μκρασιατικής προέλευσης).
Απ'
όπου και αν έμαθαν την τέχνη της αμπελοκαλλιέργειας, οι Έλληνες
αγάπησαν το κρασί. Βασιλείς, άρχοντες και απλός λαός το εκτιμούσαν
ιδιαίτερα. Οι ποιητές το ύμνησαν. Δεν συνήθιζαν όμως να μεθούν, ούτε και
είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους μέθυσους. Ο «συμποσίαρχης» στα επίσημα
συμπόσια, επέβλεπε τόσο το νέρωμα του κρασιού, αλλά και την ποσότητα
του κρασιού που έπιναν οι παρευρισκόμενοι. Η διατήρηση μιας ήρεμης
ατμόσφαιρας, χωρίς παρεκτροπές λόγω υπερβολικής οινοποσίας, ήταν
ιδιαίτερα σημαντική.
Έπιναν το κρασί
με πολλούς τρόπους, με επικρατέστερο αυτόν της ανάμειξης του κρασιού με
νερό (ένα μέρος κρασιού, τρία μέρη νερού), ή ένα 1:2 ή 1:3. Υπήρχαν
ειδικά σκεύη για την ανάμειξη (κρατήρες και κύαθοι, δηλ. μεγάλες, βαθιές
κουτάλες), αλλά και για την ψύξη πριν την κατανάλωση. Η χρήση και πόση
ανέρωτου κρασιού («άκρατος οίνος») εθεωρείτο βαρβαρική συνήθεια και
συνηθιζόταν μόνο από αρρώστους ή κατά τη διάρκεια ταξιδιού για τόνωση.
Πρόσθεταν επίσης διάφορα μυρωδικά και μπαχαρικά. Η προσθήκη αψίνθου (η
παρασκευή δηλ. Βερμούτ) ονομαζόταν Ιπποκράτειος Οίνος, μιας και ο
Ιπποκράτης θεωρείται ο πρώτος που την χρησιμοποίησε.
Οι
τεχνικές της εποχής δεν διαφέρουν πολύ από αυτές που χρησιμοποιούμε
σήμερα, με υψηλές μάλιστα επιδόσεις. Κυκλοφορούσαν δε ειδικά βιβλία για
το θέμα, όπως αυτό του Θεοφράστου, το οποίο μας δίνει ενδιαφέρουσες
πληροφορίες: οι Έλληνες (σε αντίθεση από τους Ρωμαίους) καλλιεργούσαν
συνήθως το αμπέλι απλωμένο στη γη χωρίς υποστηρίγματα, τεχνική που ακόμη
και σήμερα είναι σε χρήση σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας (π.χ. στη
Σαντορίνη). Γνώριζαν την τεχνική της παλαίωσης, με θαμμένα πιθάρια στο
έδαφος και σφραγισμένα με γύψο και ρετσίνι. Κάπως έτσι θα πρέπει να
ανακάλυψαν και την επίδραση του ρετσινιού στο κρασί. Οι πήλινοι αμφορείς
οι οποίοι χρησιμοποιούντο για τη μεταφορά του κρασιού ήταν αλειμμένοι
με πίσσα για πλήρη στεγανοποίηση, και συχνά με σφραγίδα ή μπογιά
σημείωναν την περιοχή προέλευσης, το έτος παραγωγής, τον οινοποιό, αλλά
και τον εμφιαλωτή.
Το εμπόριο του
κρασιού υπήρξε μια από τις κύριες δραστηριότητες των αρχαίων Ελλήνων.
Υπήρχαν νόμοι για την προστασία της ποιότητας του κρασιού, αλλά και
νόμοι ενάντια στον ανταγωνισμό (στη Θάσο, υπήρχε σχετική νομοθεσία
δήμευσης του κρασιού το οποίο μετέφεραν ξένα πλοία, όταν αυτά
προσέγγιζαν το λιμάνι της).
Τα πιο
φημισμένα κρασιά ήταν αυτά του βορείου Αιγαίου: Λήμνος, Θάσος, Λέσβος,
Χίος, Ικαρία και Σάμος. Μετά την κλασική εποχή απέκτησαν ιδιαίτερη φήμη
τα κρασιά της Ρόδου, της Κω και των άλλων Δωδεκανήσων, της Θήρας, της
Νάξου, της Κρήτης, αλλά και της Κύπρου.
goodstory
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου