Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Με τη νέα ρύθμιση θα καταργηθεί ολόκληρο το άρθρο 24 .


Νέο πόλεμο τιμών και ανατροπές μεριδίων στο λιανεμπόριο προοιωνίζεται η επικείμενη κατάργηση της απαγόρευσης των πωλήσεων εμπορευμάτων κάτω του κόστους εν μέσω κρίσης στην αγορά.

Η νέα ρύθμιση που θα καταργήσει το γενικό απαγορευτικό στις πωλήσεις κάτω από το χονδρεμπορικό κόστος θα περιλαμβάνεται στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης για την βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος το οποίο θα κατατεθεί εντός της εβδομάδας στη Βουλή. Αποτελεί δέσμευση που έχει αναλάβει η Κυβέρνηση μέσα από το Μνημόνιο ΙΙ στο πλαίσιο της άρσης αντικινήτρων για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και θεωρητικά αποσκοπεί στην μείωση των λιανικών τιμών προς όφελος του καταναλωτή.
Μικροί προμηθευτές και καταστήματα λιανικής που μέχρι σήμερα θεωρητικά προστατεύονταν από τις επιθετικές τιμολογιακές πολιτικές των οργανωμένων πολυκαταστημάτων και σούπερ μάρκετ, ανησυχούν ότι θα κληθούν να «πληρώσουν ακριβά το μάρμαρο» από την επικείμενη κατάργηση του νόμου που εδώ και μια δεκαετία απαγορεύει στα χαρτιά τις πωλήσεις κάτω του κόστους.
Αντίθετα είναι κοινή εκτίμηση ότι από την «απορρύθμιση» η οποία έχει ως στόχο να συμβάλει στη μείωση των λιανικών τιμών για το «καλάθι της νοικοκυράς», θα ευνοηθούν πολλαπλά οι μεγάλες αλυσίδες του λιανεμπορίου, καθώς θα ενισχύσουν την διαπραγματευτική ισχύ τους απέναντι στους προμηθευτές (χαμηλότερες χονδρικές τιμές, μεγαλύτερα διαστήματα αποπληρωμής), ενώ θα επανακτήσουν ένα –θεσμικά κατοχυρωμένο πλέον- ισχυρό όπλο στη μάχη του ανταγωνισμού για την προσέλκυση μεγαλύτερων μεριδίων αγοράς. 
Ο σημερινός νόμος που απαγορεύει αυτή την εμπορική πρακτική ξεκίνησε να ισχύει από το 2002 όταν και υιοθετήθηκε ομόφωνα από όλα τα κόμματα ώστε να λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της βιομηχανίας και του λιανεμπορίου, από την επέλαση πολυεθνικών ομίλων και υπό το φόβο επιθετικών τιμολογιακών πολιτικών με εξοντωτικούς όρους.
Με τη νέα ρύθμιση θα καταργηθεί ολόκληρο το άρθρο 24 του νόμου 2941/2001 στη βάση του οποίου απαγορεύονταν μέχρι σήμερα -πλην πολύ συγκεκριμένων εξαιρέσεων- όλες οι πωλήσεις προϊόντων κάτω από το κόστος χονδρικής ως αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.
Αυτό που δεν θα καταργηθεί ωστόσο είναι ο αθέμιτος χαρακτήρας των πωλήσεων κάτω του κόστους. Θα συνεχίσουν δηλαδή αυτές οι πρακτικές να διώκονται, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στον ανταγωνισμό.
Με λίγα λόγια αυτό που θα αλλάξει είναι η διοικητική διαδικασία ελέγχου καθώς από τη στιγμή που θα επιτρέπεται σε μια εταιρεία να πουλήσει τα προϊόντα της οποιαδήποτε χρονική στιγμή κάτω από το επίσημο κόστος προμήθειας, η αρμόδια υπηρεσία εποπτείας της αγοράς τους υπουργείου Ανάπτυξης δεν θα έχει την υποχρέωση να διεξάγει αυτεπάγγελτους κοστολογικούς ελέγχους, ούτε φυσικά το δικαίωμα να επιβάλει πρόστιμα τα οποία σήμερα κυμαίνονται από το 0,3% έως το 0,5% του ετήσιου τζίρου των επιχειρήσεων.
Αυτεπαγγέλτως όμως θα συνεχίσει να παρεμβαίνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού αν διαπιστώνει ότι κάποια εταιρεία εκμεταλλεύεται συστηματικά το ελεύθερο καθεστώς πωλήσεων κάτω του κόστους ακολουθώντας εξοντωτική πολιτική τιμών, με στόχο είτε να εκτοπίσει από την αγορά ανταγωνιστές της είτε να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την ήδη δεσπόζουσα θέση της στον κλάδο. 
Οι υπέρμαχοι της κατάργησης της απαγόρευσης -μεταξύ αυτών και το ίδιο το υπουργείο Ανάπτυξης- επιχειρηματολογούν σημειώνοντας ότι ο νόμος για τις πωλήσεις κάτω του κόστους είχε καταστεί ανενεργός δεδομένου ότι οι προσπάθειες για να ελεγχθεί η μεθοδολογία του κόστους αγοράς ήταν πολύ δύσκολες και ουσιαστικά ατελέσφορες. Κρίσιμος παράγοντας για τον υπολογισμό του πραγματικού κόστους αγοράς ενός προϊόντος είναι οι κάθε είδους «κρυφές» εκπτώσεις που προσφέρουν οι προμηθευτές στις λιανεμπορικές επιχειρήσεις και οι οποίες φυσικά δεν αναγράφονται στα επίσημα τιμολόγια. Η προωθούμενη κατάργηση δε, της υποχρεωτικής υποβολής τιμοκαταλόγων και στοιχείων ελέγχου του κόστους για μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων θα έκανε ακόμη πιο δύσκολη την εφαρμογή ενός νόμου που ούτως ή άλλως δεν απέδιδε, λένε πηγές του υπουργείου Ανάπτυξης.
Από την άλλη πλευρά εκείνοι που αντιδρούν στην κατάργηση της απαγόρευσης επισημαίνουν ότι είναι πρακτικά αδύνατον για τις χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις του εμπορίου να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις στο θέμα του κόστους τις μεγάλες σε μέγεθος λιανεμπορικές επιχειρήσεις. Ακόμη κι αν το κόστος προμήθειας ενός προϊόντος εμφανίζεται κοινό στα τιμολόγια λ.χ μιας μεγάλης και μιας μικρότερης αλυσίδας σούπερ μάρκετ, το πραγματικό κόστος χονδρικής είναι συνήθως πολύ μικρότερο για τις μεγάλες επιχειρήσεις λόγω των πρόσθετων ή συμπληρωματικών εκπτώσεων που απολαμβάνουν και οι οποίες μειώνουν σημαντικά το πραγματικό κόστος χονδρικής. Στην περίπτωση αυτή για ένα σούπερ μάρκετ που διαφημίζει ότι πουλά προϊόντα κάτω του κόστους, αυτό δεν σημαίνει ότι πωλούνται επί ζημία.
Σε κάθε περίπτωση είτε κερδίζουν, είτε χάνουν οι επιχειρήσεις με αυτή την πρακτική, όλες σε λίγο καιρό θα μπορούν να διαφημίζουν πλέον στις βιτρίνες τους κανονικά και με το νόμο ότι πουλάνε «κάτω του κόστους», ακόμη και αν αυτό ελάχιστα θα απέχει από τα όρια παραπλάνησης των καταναλωτών.
Σήμερα η ισχύουσα νομοθεσία απαγορεύει τις πωλήσεις σε τιμές κάτω από τις τιμές αγοράς ( χονδρικές τιμές) με εξαίρεση τις πωλήσεις:
* αναλώσιμων προϊόντων σε περίοδο κοντά στην ημερομηνία λήξης.
* ολόκληρων αποθεμάτων σε νέο κόστος αγοράς, όπως αυτό διαμορφώνεται, όταν ο τιμοκατάλογος του προμηθευτή μεταβάλλεται προς τα κάτω, ανεξάρτητα από την τιμή που αγοράστηκε κάθε προϊόν.
* με εκπτωτικά κουπόνια επί της συσκευασίας του προϊόντος ή χωριστά από αυτό, τα οποία μειώνουν την τελική τιμή του προϊόντος κάτω από το κόστος αγοράς, εφόσον πιστώνονται από τον προμηθευτή. Η πίστωση των κουπονιών από τον προμηθευτή πρέπει να αναγράφεται στο τιμολόγιο ή σε άλλο έγγραφό του.
capitalgr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου