Επιμέλεια: Αλέξανδρος Γιατζίδης, M.D., medlabnews.gr
Το ουρικό οξύ αποτελεί τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πουρινών και παράγεται κατα κύριο λόγο στο ήπαρ και σε μικρότερο βαθμό στους νεφρούς και στο λεπτό έντερο. Αποτελεί ένα ασθενές οξύ με χαμηλή διαλυτότητα στα σωματικά υγρά και κυκλοφορεί στο πλάσμα με ιονισμενη μορφή.
Επιπλέον μια δράση του λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου σημαντική και κάθε άλλο πέρα απο επιβλαβή είναι οτι αποτελεί ένα απο τα σημαντικότερα ενδογενή αντιοξειδωτικά του οργανισμού.
Το ουρικό οξύ αποτελεί τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πουρινών και παράγεται κατα κύριο λόγο στο ήπαρ και σε μικρότερο βαθμό στους νεφρούς και στο λεπτό έντερο. Αποτελεί ένα ασθενές οξύ με χαμηλή διαλυτότητα στα σωματικά υγρά και κυκλοφορεί στο πλάσμα με ιονισμενη μορφή.
Επιπλέον μια δράση του λιγότερο γνωστή αλλά εξίσου σημαντική και κάθε άλλο πέρα απο επιβλαβή είναι οτι αποτελεί ένα απο τα σημαντικότερα ενδογενή αντιοξειδωτικά του οργανισμού.
Η απέκκριση του απο τον τελευταίο γίνεται κυρίως μέσω των ούρων, ενώ αποβάλλεται κατα 30% στα κόπρανα και ελαχίστως μέσω του ιδρώτα. Τα επίπεδα του επηρεάζονται κατα βάση απο την ενδογενή παραγωγή πουρινών καθώς και απο την ικανότητα της νεφρικής του απέκκρισης.
Επιπρόσθετα παθολογικές καταστάσεις όπως ο υποπαραθυρεοειδισμός, η τοξικότητα απο μόλυβδο, η νεφρική ανεπάρκεια ή οι παρενέργειες της χημειοθεραπέιας και οι διατροφικές συνήθειες επιρεάζουν τα επίπεδα του. Οι φυσιολογικές τιμές του ουρικού είναι: Αντρες: (3,5-7,2 mg/dl), γυναίκες :2,6-6 mg/dl και παιδιά (2-5,5 mg/dl).
Αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος στον οργανισμό προκαλούν υπερουριχαιμία. Η αύξηση στο ουρικό οξύ ονομάζεται στην ιατρική υπερουριχαιμία. Στην υπερουριχαιμία το ουρικό οξύ υπερβαίνει τα 7 mg/dl, στις μετρήσεις με ακριβείς μεθόδους ανίχνευσης, ενώ στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες τα όρια στο ουρικό οξύ είναι πιο χαμηλά και δεν ξεπερνούν τα 6mg/dl. Στη συνέχεια, η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει λόγω εναπόθεσης κρυστάλλων νατρίου σε διαφορα σημεία του σώματος, την εμφάνιση ουρικής αρθρίτιδας ή και να χειροτερέψει καταστάσεις παθολογικές όπως ο διαβήτης, η λευκαιμία και η αρτηριακή υπέρταση.
Αν και ένα υψηλό επίπεδο ουρικού οξέος στο αίμα μπορεί να υποδεικνύει αυξημένο κίνδυνο ουρικής αρθρίτιδας, η σχέση μεταξύ υπερουριχαιμία και ουρική αρθρίτιδα είναι ασαφής. Πολλοί ασθενείς με υπερουριχαιμία δεν αναπτύσσουν ουρική αρθρίτιδα (ασυμπτωματική υπερουριχαιμία), ενώ μερικοί ασθενείς με επανειλημμένες επιθέσεις ουρική αρθρίτιδα έχουν φυσιολογική ή χαμηλή αρτηριακή επίπεδα ουρικού οξέος. Όντως, το επίπεδο ουρικού οξέος στο αίμα μειώνει συχνά κατά τη διάρκεια μιας οξείας επίθεσης της ουρικής αρθρίτιδας.
H υπερουριχαιμία δύναται να είναι διατροφικής προέλευσης ή να οφείλεται σε απλούς μεταβολικούς παράγοντες. Είναι όμως δυνατόν να συνδέεται και με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα. Έτσι, αύξηση στο ουρικό οξύ, δηλαδή υπερουριχαιμία, μπορούν να προκαλέσουν τα μυελουπερπλαστικά νοσήματα, η ψωρίαση, η αιμόλυση, τα νεφρικά νοσήματα. Για την αύξηση στο ουρικό οξύ μπορούν να ευθύνονται επίσης η υπέρταση, ο υποθυρεοειδισμός, ο υπερπαραθυρεοειδισμός, ο αλκοολισμός, η σαρκοείδωση, αλλά και η παχυσαρκία, οι χρόνιες στερητικές δίαιτες, οι παρενέργειες φαρμάκων και η τοξική δράση ουσιών. Συχνή στην υπερουριχαιμία είναι η παρεμβολή κληρονομικών παραγόντων.
Θεραπεία
Η αύξηση στο ουρικό οξύ, δηλαδή η υπερουριχαιμία, μπορεί να προκαλέσει ουρική αρθρίτιδα, βλάβες και λίθους στα νεφρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν παρουσιάζουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια ευαισθησία στις βλαπτικές επιδράσεις της υπερουριχαιμίας, Οπότε, η απόφαση για θεραπεία με ειδικά φάρμακα αλλά και με αυστηρή διαιτητική αγωγή, εξαρτάται από το αίτιο και τις πιθανές επιπτώσεις της σε κάθε άτομο χωριστά, όπως διαφαίνεται με σαφήνεια μετά από λεπτομερή ιατρική αξιολόγηση.
Συνήθως στην ασυμπτωματική υπερουριχαιμία δεν απαιτείται αγωγή, αλλά συχνή παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας
Η υπερουριχαιμία και η ουρική αρθρίτις συνοδεύονται με υπέρταση, παχυσαρκία, υπερλιπιδαιμία, αθηροσκλήρωση, κατάχρηση οινοπνεύματος. Η πρόληψη και θεραπεία αυτών των διαταραχών είναι απολύτως απαραίτητη στους ασθενείς με ουρική νόσο.
Αναφορικά με τη δίαιτα: όσο αυστηρή και αν είναι σε πουρίνες, δε μειώνει τα επίπεδα του ουρικού οξέος του αίματος πλέον των 1-2 mg. Πρόσφατα δεδομένα υποστηρίζουν ότι φαγητά πλέον εύληπτα, ο περιορισμός των θερμίδων με αύξηση του ποσού των πρωτεϊνών, η μείωση των κεκορεσμένων λιπών και η προοδευτική μείωση του σωματικού βάρους σε συνδυασμό προκαλούν ουσιώδη μείωση του ουρικού οξέος του αίματος.
Ο πάσχων από υπερουριχαιμία πρέπει σε πολλές περιπτώσεις να προσέχει τη διατροφή του.
Να αποφεύγει το πλήρες γάλα και γιαούρτι και κρέμα γάλακτος, τα λιπαρά τρόφιμα (Τηγανήτες, βουτυρωμένο φρυγανισμένο ψωμί, μπισκότα, μάφινς, και πατάτες τηγανητές) το αλκοόλ, τα εντόσθια, τα οστρακοειδή, (αστακός, καραβίδες, γαρίδες, σκουμπρί, αθερίνα, παστά κρέατα και ψάρια, μύδια και στρείδια), τις αντσούγιες, την υπερκατανάλωση κρέατος και τα παράγωγα κρέατος, μαγιά, αλκόολ, σούπες βασισμένες σε ζωμό κρέατος (μπουιγιόν και κονσομέ).
Για να αντιμετωπιστεί η αύξηση στο ουρικό οξύ (υπερουριχαιμία) πρέπει επίσης ο πάσχων να αποφεύγει τις απότομες αυξομειώσεις βάρους και να πίνει αρκετό νερό. Όταν η υπερουριχαιμία συνδέεται με σοβαρό υποκείμενο νόσημα ή έχει προκαλέσει επιπλοκές από τα νεφρά ή τις αρθρώσεις η θεραπεία κατευθύνεται και προς την αντιμετώπιση των καταστάσεων αυτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου