“Στέλνουμε δείγματα σε εργαστήριο στο εξωτερικό για χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα και βγάζουμε πολύτιμα συμπεράσματα από το διάγραμμα της γύρης που στην περίπτωση της Τριστινίκας, αφορά το ανώτερο τμήμα του ιζήματος και καλύπτει την περίοδο των τελευταίων 3.500 ετών” αναφέρει ο κ. Παναγιωτίδης προσθέτοντας ότι, με αυτό τον τρόπο, οι επιστήμονες “βλέπουν” μέσω της γύρης, τη διαχρονική σχέση ανθρώπου/περιβάλλοντος και πως αυτή εξελίσσεται κατά τις κυριότερες ιστορικές περιόδους, από τη Μυκηναϊκή έως την Σύγχρονη Εποχή.
Η περίοδος της αρχαιότητας στην Τορώνη (Μυκηναϊκή/ Ρωμαϊκή εποχή) συνδέεται κυρίως με την καλλιέργεια της ελιάς, η οποία κορυφώνεται στην Κλασσική/Ελληνιστική περίοδο, ενώ η καλλιέργεια των σιτηρών (σίκαλη, σιτάρι) κορυφώνεται στο τέλος της (Ρωμαϊκή/πρώιμη Βυζαντινή). Η εκτεταμένη εκτροφή αιγοπροβάτων επιβάλει τη φωτιά ως διαχειριστικό εργαλείο της βλάστησης με αποτέλεσμα πυρόφιλα φυτά (φυτά που η εξάπλωσή τους ευνοείται από τις πυρκαγιές) να έχουν πολύ έντονη παρουσία. Τα μεσογειακά πευκοδάση αφήνουν μικρό αποτύπωμα γύρης καθώς η Τορώνη και η Χαλκιδική γενικότερα, αποτελούν κύριες πηγές εμπορίας του ξύλου τους στον αρχαίο κόσμο.
Η γύρη και η επιδημία πανώλης
“Η γύρη λειτουργεί περίπου σαν δακτυλικό αποτύπωμα, σχεδόν αναλλοίωτο στον χρόνο και αξιόπιστο. Παρατηρούμε λοιπόν ότι τα μεσογειακά δάση κωνοφόρων εξαπλώνονται ταχύτατα κατά την περίοδο της πανώλης του Ιουστινιανού (6ος 8ος αίωνας μ.Χ.), όταν η ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή καταρρέει. Η Τορώνη υπήρξε πολύ πιθανόν, θύμα της “πανώλης του Ιουστινιανού” που σάρωσε για δύο αιώνες τα παράλια κυρίως της ανατολικής Μεσογείου. Η αρρώστια μεταφέρονταν με τα πλοία, που “φιλοξενούσαν” αρουραίους στα αμπάρια τους και χτύπησε πολλά λιμάνια. Το διάγραμμα γύρης δείχνει την απότομη κατάρρευση των καλλιεργειών (δημητριακά, ελιές) και την απότομη εξάπλωση των μεσογειακών πευκοδασών, καθώς η φωτιά, εργαλείο διαχείρισης της βλάστησης από τους βοσκούς, αλλά και η ίδια η βόσκηση εκλείπουν. Σαν ένα αόρατο χέρι να αφαίρεσε τον άνθρωπο από το τοπίο αυτού του σπουδαίου λιμανιού της Σιθωνίας” περιγράφει ο κ. Παναγιωτίδης.
Προχωρώντας στο χρόνο και σύμφωνα με τη μελέτη στην περιοχή, η δημιουργία των μοναστικών “μετοχίων” (ύστερη Βυζαντινή) και η γενικότερη οργάνωση της οικονομίας σε μικρές οικιστικές ενότητες (χωριά, οικισμοί) που εκτρέφουν μια ποικιλία ζώων σε μικρούς αριθμούς, έχουν ως συνέπεια την υποχώρηση των πυρόφιλων φυτών αφού η διαχείριση της βλάστησης μέσω της φωτιάς περιορίζεται. Τα δάση δρυός, ως πηγή προϊόντων (ξυλοκάρβουνο, τροφή οικόσιτων ζώων) για τη μικρή οικιακή οικονομία, γνωρίζουν μια σύντομη έντονη ανάπτυξη κατά την ύστερη Βυζαντινή και τις αρχές της Οθωμανικής περιόδου. Η υποχώρησή τους τον 16ο αιώνα μ.Χ., εκτιμά ο κ. Παναγιωτίδης, πιθανόν σχετίζεται με την ακμάζουσα μεταλλευτική δραστηριότητα στη ΒΑ Χαλκιδική και τις τεράστιες ανάγκες της για κάρβουνο.
Κείμενο: Νατάσα Καραθάνου
πηγή: https://www.facebook.com/groups/689786811059659/permalink/1532803250091340/
beeing.gr