Την
τελευταία της πνοή άφησε τη Δευτέρα, σε ηλικία 87 ετών, η βρετανίδα πρώην πρωθυπουργός
Μάργκαρετ Θάτσερ.
Η
Μάργκαρετ Θάτσερ, Βαρόνη Θάτσερ (πλήρες όνομα Margaret
Hilda Thatcher), Λαίδη του Τάγματος της Περικνημίδας, Μέλος του Τάγματος
της Αξίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου,
Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας, σήμερα Βαρώνη Θάτσερ και μέλος της Βουλής
των Λόρδων, ήταν αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος του Ηνωμένου
Βασιλείου από το 1975 ως το 1990 και Πρωθυπουργός της χώρας από το 1979
ως το 1990. Ήταν η πρώτη και μόνη ως σήμερα γυναίκα που κατέλαβε αυτές
τις δύο θέσεις.
Η ζωή της
Το πατρικό της όνομα ήταν
Margaret Hilda Roberts.
Γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1925 και μεγάλωσε στην πόλη Grantham της
κομητείας Λίνκολνσάιρ. Ο πατέρας της ήταν παντοπώλης και αναμιγνυόταν
στην τοπική πολιτική ζωή, ενώ ήταν και ιερέας εκκλησίας Μεθοδιστών. Η
οικογένειά της ανήκε στο Εργατικό Κόμμα. Είχε και μια μεγαλύτερη αδερφή,
την Muriel (1921-2004). Ανατράφηκε ως ευσεβής Μεθοδίστρια.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν καλή μαθήτρια. Φοίτησε στο Κολλέγιο Σόμερβιλ
και το 1944 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να σπουδάσει
χημεία και ειδικά κρυσταλλογραφία. Το 1946 εκλέχθηκε Πρόεδρος της
Συντηρητικής Ένωσης του Πανεπιστημίου Οξφόρδης. Μετά την αποφοίτησή της
εργάστηκε σε διάφορες εταιρίες ως ερευνήτρια χημικός.
Το 1951 παντρεύτηκε τον Ντένις Θάτσερ, έναν διαζευγμένο πλούσιο
επιχειρηματία, ο οποίος χρηματοδότησε τις νομικές σπουδές της Μάργκαρετ.
Το 1953 γεννήθηκαν τα δίδυμα παιδιά τους, την ίδια χρονιά που η ίδια
τελείωσε τις σπουδές της, ειδικευόμενη στο φορολογικό δίκαιο.
Πολιτική σταδιοδρομία
Στο Συντηρητικό Κόμμα
Το 1959 εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων και το 1965 ορίστηκε
εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος. Υποστήριξε προτάσεις νόμου για την
αποποινικοποίηση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, τη νομιμοποίηση των
αμβλώσεων, τη διατήρηση της θανατικής ποινής, αλλά ψήφισε ενάντια στη
χαλάρωση των νόμων περί διαζυγίου. Άσκησε σκληρή κριτική στην πολιτική
υψηλής φορολογίας των Εργατικών, θεωρώντας την βήμα «όχι προς το
σοσιαλισμό, αλλά προς τον κομμουνισμό». Διετέλεσε «σκιώδης» υπουργός
Μεταφορών και κατόπιν Παιδείας, πριν τις εκλογές του 1970.
Υπουργός Παιδείας
Μετά τη νίκη των Συντηρητικών υπό τον Έντουαρτ Χιθ το 1970, η Θάτσερ
έγινε Υπουργός Παιδείας και Επιστήμης. Κατά τη διάρκεια της θητείας της,
περιέκοψε τον Προϋπολογισμό για την Παιδεία, ενώ κατάργησε τη χορήγηση
δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά ως έντεκα ετών. Οι αποφάσεις
της αυτές προκάλεσαν κύμα διαμαρτυριών, κατά το οποίο της αποδόθηκε το
σύνθημα «Thatcher Thatcher, Milk Snatcher» (Θάτσερ, Θάτσερ, άρπαγας του
γάλακτος). Παρά ταύτα, όταν μετά από 30 χρόνια δημοσιεύτηκαν δημόσια
έγγραφα εκείνης της περιόδου, όπως συνηθίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο,
αποδείχθηκε ότι η ίδια είχε ταχθεί κατά αυτών των κινήσεων, αλλά
επρόκειτο για συλλογική πολιτική του κόμματός της.
Αρχηγός της Αντιπολίτευσης
Μετά την ήττα των Συντηρητικών στις εκλογές του 1974, τοποθετήθηκε
σκιώδης Υπουργός Περιβάλλοντος. Στις 11 Φεβρουαρίου 1975 εξελέγη
Πρόεδρος του Συντηρητικού Κόμματος. Στις 19 Ιανουαρίου 1976, σε μια
ομιλία της, καταφέρθηκε εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της
Σοβιετικής Ένωσης. Σε απάντηση, σοβιετική εφημερίδα, όργανο του
Υπουργείου Άμυνας, της απέδωσε το παρατσούκλι «Σιδηρά Κυρία», το οποίο
τη συνόδεψε σε όλη την πολιτική της καριέρα.
Πρωθυπουργός
Μετά την κατάρρευση της Κυβέρνησης Κάλαχαν την άνοιξη του 1979,
προκηρύχθηκαν εκλογές και οι Συντηρητικοί κέρδισαν πλειοψηφία 44 εδρών
στο Κοινοβούλιο. Στις δημοσκοπήσεις που προηγήθηκαν των εκλογών,
φαινόταν ότι οι Συντηρητικοί είχαν το προβάδισμα, όχι όμως και η
Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία υστερούσε σε δημοτικότητα έναντι του αντιπάλου
της, Τζέιμς Κάλαχαν.
Με τον πολιτικό της σύμμαχο, Πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν
Η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε Πρωθυπουργός στις 4 Μαΐου 1979, με βασικό
καθήκον την αναστροφή της πτωτικής πορείας της οικονομίας, τον
περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, καθώς και την ανάδειξη
του ρόλου της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή σκηνή, ο οποίος έδινε την
εντύπωση ότι συνεχώς έφθινε, από την εποχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Ιδεολογικά βρισκόταν πολύ κοντά με τον Ρόναλντ Ρήγκαν, ο οποίος το 1980
εξελέγη Πρόεδρος των ΗΠΑ, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1988. Μαζί,
οι δυο ηγέτες αποφάσισαν να εφαρμόσουν τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές
συνταγές του οικονομολόγου Milton Friedman – διδάγματα τα οποία είχε
ακολουθήσει μοναχά ο δικτάτορας της Χιλής και μετέπειτα φίλος της Μ.
Θάτσερ, Αουγκούστο Πινοσέτ.
Η Θάτσερ ακολούθησε σφικτή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα
επιτόκια, προκειμένου να χαμηλώσει τον πληθωρισμό. Έδειξε προτίμηση προς
την έμμεση φορολογία, έναντι της φορολογίας εισοδήματος, και αύξησε τον
ΦΠΑ στο 15%. Οι αποφάσεις αυτές αύξησαν πολύ την ανεργία, η οποία
διπλασιάστηκε ξεπερνώντας τα 2 εκατομμύρια. Το 1982, ο πληθωρισμός είχε
πέσει στο 8,6% από 18%, αλλά οι άνεργοι είχαν ξεπεράσει τα 3,6
εκατομμύρια.
Στις 2 Απριλίου 1982, η δικτατορική Κυβέρνηση της Αργεντινής εισέβαλε
στα Νησιά Φώκλαντ, τα οποία αποτελούσαν έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας,
επί του οποίου όμως η Αργεντινή ήγειρε αξιώσεις ήδη από το 1830.
Ξεκίνησε έτσι ο λεγόμενος «Πόλεμος των Φώκλαντ», καθώς η Μάργκαρετ
Θάτσερ αντέδρασε σθεναρά, στέλνοντας επιτόπου ναυτική δύναμη για να
επανακαταλάβει τα νησιά. Η επιχείρηση, παρά τη μεγάλη απόσταση, στέφθηκε
από επιτυχία, προκαλώντας πατριωτική έξαρση στη Μεγάλη Βρετανία.
Ο Πόλεμος των Φώκλαντ, μαζί με μια οικονομική ανάπτυξη που
παρατηρήθηκε στις αρχές του 1983, ανέβασαν τη δημοτικότητα της
Κυβέρνησης. Εκμεταλλευόμενοι το διχασμό του Εργατικού Κόμματος της
εποχής εκείνης, οι Συντηρητικοί πέτυχαν νέα νίκη στις εκλογές του
Ιουνίου 1983, κερδίζοντας 42,4% των ψήφων, έναντι 27,6% των Εργατικών.
Στη δεύτερη τετραετία της, η Θάτσερ θέλησε να εφαρμόσει τις
νεοφιλελεύθερες/νεοσυντηρητικές της αντιλήψεις και για να γίνει αυτό
έπρεπε να μειώσει τη δύναμη των συνδικάτων και των επαγγελματικών
ενώσεων. Ακολούθησαν απεργίες, με σημαντικότερη την απεργία των
ανθρακωρύχων, η οποία διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο, χωρίς όμως
αποτέλεσμα, αφού η Κυβέρνηση παρέμεινε ανυποχώρητη και τα περισσότερα
ανθρακωρυχεία έκλεισαν. Η ήττα του συνδικαλιστικού κινήματος των
ανθρακωρύχων, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τις ιδιωτικοποιήσεις πάρα
πολλών δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, για τη δραστική περικοπή
των δημοσίων δαπανών, τη δραματική συρρίκνωση του κράτους Πρόνοιας κλπ.
Τα ξημερώματα της 12ης Οκτωβρίου 1984 από τύχη διέφυγε τραυματισμό,
καθώς η παράνομη οργάνωση των Ιρλανδών εθνικιστών IRA επιτέθηκε στο
ξενοδοχείο όπου διέμενε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του κόμματός της
στην πόλη Μπράιτον (Brighton). Από την επίθεση εκείνη σκοτώθηκαν πέντε
άτομα και τραυματίστηκαν πολλά άλλα. Η ίδια, σε μια επίδειξη ψυχραιμίας
δεν άλλαξε καθόλου το πρόγραμμά της και την άλλη μέρα εκφώνησε κανονικά
την προγραμματισμένο της ομιλία στο Συνέδριο.
Η οικονομική της πολιτική σημαδεύτηκε από τη ριζική μείωση του
κρατικού παρεμβατισμού, την απελευθέρωση των αγορών, την προώθηση της
επιχειρηματικότητας και τις ιδιωτικοποιήσεις. Οι περισσότερες δημόσιες
επιχειρήσεις πωλήθηκαν, με πρώτη την εταιρία τηλεπικοινωνιών British
Telecom, η οποία ήταν κρατική από τα τέλη της δεκαετίας του 1940.
Από την άλλη πλευρά, το 1985, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αποφάσισε
να μην ανακηρύξει τη Μάργκαρετ Θάτσερ επίτιμο διδάκτορά του (όπως συνέβη
με όλους τους Βρετανούς Πρωθυπουργούς που ήταν απόφοιτοί του), σε
ένδειξη διαμαρτυρίας για την περικοπή των δαπανών προς την ανώτατη
εκπαίδευση.
Οι Συντηρητικοί κέρδισαν και τις βουλευτικές εκλογές του 1987. Το
1988 εκφώνησε ομιλία[3] με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη, την
καταστροφή του όζοντος και την όξινη βροχή. Την ίδια χρονιά αντιτάχθηκε
σθεναρά στη διαφαινόμενη συγκεντροποίηση της λήψης αποφάσεων στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κατά τη γνώμη της θα οδηγούσε σε ομοσπονδιακές
δομές, ενώ η ίδια υποστήριζε ότι ο ρόλος της ΕΕ έπρεπε να περιοριστεί
στη διασφάλιση του ελεύθερου εμπορίου και του ανόθευτου ανταγωνισμού. Η
αντιευρωπαϊκή της πολιτική άρχισε να διχάζει το κόμμα της, δημιουργώντας
δύο αντίπαλες τάσεις, μια φιλοευρωπαϊκή και μια αντιευρωπαϊκή. Ο
διχασμός αυτός έμελλε να αποβεί μοιραίος και για την ίδια.
Από το 1989, η δημοτικότητά της έφθινε πάλι, λόγω των υψηλών
επιτοκίων που έπλητταν την βρετανική οικονομία. Η θητεία της Μάργκαρετ
Θάτσερ άρχισε και τελείωσε με βία. Το 1990 το Λονδίνο γνώρισε τις
μεγαλύτερες ταραχές που είδαν πολλές γενιές στο κέντρο του, εξαιτίας του
απεχθούς φορολογικού σχεδίου της. Στις 22 Νοεμβρίου του ίδιου έτους η
Θάτσερ διαβαίνει για τελευταία φορά το κατώφλι του Μπάκινγχαμ ως
πρωθυπουργός της χώρας.
Συνεργάτες της της έθεταν όρους για την προσχώρηση της στερλίνας στο
Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, ενώ ένας βουλευτής έθεσε
υποψηφιότητα για την προεδρία του κόμματος το Δεκέμβριο της ίδιας
χρονιάς. Η υποψηφιότητα δεν είχε επιτυχία, αλλά 60 βουλευτές ψήφισαν τον
αντίπαλό της ή απείχαν, πράγμα που χαρακτηρίστηκε πρωτοφανές. Άλλοι
συνεργάτες της επέμεναν ότι μετά από 10 χρόνια πρωθυπουργίας, ακόμη και
αυτό ήταν επιτυχία.
Την ίδια χρονιά η Μάργκαρετ Θάτσερ πολέμησε με σφοδρότητα την ταχύτατη Επανένωση της Γερμανίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Πτώση
Στην εκλογή νέου προέδρου του, το 1990, το κόμμα των Συντηρητικών
ήταν βαθιά διχασμένο, τόσο για το θέμα της Ευρώπης, όσο και για θέματα
εσωτερικής φορολογικής πολιτικής. Με αντίπαλο τον πρώην Υπουργό της,
Michael Heseltine, η Θάτσερ δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο
και, κατόπιν διαβούλευσης με συνεργάτες της, ανακοίνωσε την πρόθεσή της
να μην είναι υποψήφια στον επόμενο γύρο. Στήριξε τον Τζων Μέιτζορ, ο
οποίος και εξελέγη. Η ίδια παρέμεινε βουλευτής ως τις εκλογές του 1992.
Μετά την παραίτησή της, δημοσκόπηση έδειξε ότι το 52% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι «έκανε καλό στη χώρα», ενώ το 48% διαφωνούσε.
Η κατοπινή ζωή της
Μετά την απόσυρσή της από την πολιτική, το 1992, η Μάργκαρετ Θάτσερ
έλαβε τον τιμητικό τίτλο της Βαρώνης από τη Βασίλισσα Ελισάβετ, ο οποίος
της εξασφάλισε δια βίου συμμετοχή στη Βουλή των Λόρδων.
Το 2002, ανακοινώθηκε ότι οι γιατροί της της συνέστησαν να μην
προβαίνει πλέον σε δημόσιες ομιλίες, για λόγους υγείας. Μικρο-εγκεφαλικά
επεισόδια είχαν προκαλέσει ζημιά στην πρόσφατη μνήμη της.
Στις 26 Ιουνίου 2003 πέθανε ο σύζυγός της. Έκτοτε οι δημόσιες
εμφανίσεις της αραίωσαν αρκετά. Τον Ιούνιο του 2004 παρακολούθησε την
κηδεία του Ρόναλντ Ρήγκαν και εκφώνησε μαγνητοσκοπημένο λόγο. Στις 13
Οκτωβρίου 2005 γιόρτασε τα 80ά της γενέθλια με πάρτυ σε ξενοδοχείο, ενώ
στις 11 Σεπτεμβρίου 2007 παρέστη στις εκδηλώσεις μνήμης στην πέμπτη
επέτειο από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη.
Το Φεβρουάριο του 2007 παρέστη σε αποκαλυπτήρια ανδριάντα της στο
Βρετανικό Κοινοβούλιο, ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου 2007 προσεκλήθη από τον
Πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν για τσάι στην πρωθυπουργική κατοικία στο
νούμερο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ.
apocalypsejohn