«Δὲν ὑπήκουσα παρὰ εἰς μίαν Ιδέαν να φανώ χρήσιμος εἰς τὸν πλησίον καὶ τὸν τόπον μου. Αὐτὴ εἶναι ὂλη μου ἡ φιλοδοξίαν καὶ σαν καλὸς στρατιώτης θέλω να ὑπηρετήσω τὴν πατρίδα καὶ γι’ αὐτὴν να ἀποθάνω. Καμμιὰ δυσκολία δὲν θα με σταματήσει. Δεν θα ὑποχωρήσω ποτὲ πρὸ τῶν ἐμποδιῶν (…) Ευχηθεῖτε ὃπως ὁ Θεὸς με βοηθήσῃ να τηρήσῳ ἐντίμως τὸν ὃρκον μου»…Με τα λόγια αυτά πορεύθηκε ο μεγάλος Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς από την αρχή ως το τέλος της ζωής του.
Μεγάλωσε σε μία δύσκολη για τον Ελληνισμό εποχή, όταν οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες έχοντας αποκτήσει, σύμφωνα με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878, όλα τα εδάφη από τον Δούναβη έως το Αιγαίο, προκαλούσαν καθημερινά τεράστια προβλήματα στους Έλληνες.
Επιπλέον υπήρχε και το πρόβλημα της «Εξαρχιακής Εκκλησίας», της ανεξάρτητης δηλαδή Βουλγαρικής εκκλησίας, σύμφωνα με απόφαση του Σουλτάνου κατόπιν πίεσης των Ρώσων, η οποία Εκκλησία δίωκε συνεχώς τους χριστιανούς της περιοχής που υπάγονταν στο Πατριαρχείο.
Μεγαλώνοντας, επομένως, ο Παύλος σε ένα τέτοιο δυσχερές κλίμα ανυπομονούσε να μεγαλώσει ώστε να πολεμήσει για την ελευθερία της πατρίδας του, που τόσο πολύ αγαπούσε, και για την σωτηρία των συνανθρώπων του.
Από την εφηβική κιόλας ηλικία βοηθούσε σε όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις μέχρι που σχεδιάζει να καταταγεί εθελοντικά ή να πάει αντάρτης στα σύνορα. Τον εμποδίζει ένα ατύχημα με το πόδι του κι έτσι αποφασίζει να οργανώσει καλύτερα την τακτική του.
Αμέσως ξεκινά να διαβάζει ώστε να περάσει στην στρατιωτική σχολή των Ευελπίδων, από όπου αποφοιτά με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού του 2ου Συντάγματος Πυροβολικού.
Μετά από χρόνια και αφού έκανε οικογένεια ξεκινά την αγωνιστική του πορεία αρχικά από την Αθήνα (στέλνοντας κρυφά χρήματα, οπλισμό και στρατιώτες) σε συνεργασία με τον Ίωνα Δραγουμη και έπειτα στην Μακεδονία, ο Ελληνισμός της οποίας έκανε εκκλήσεις για βοήθεια προς την ελεύθερη Ελλάδα, καθώς δεν απειλούνταν πια μόνο από τον κίνδυνο των Βουλγάρων αλλά και των Τούρκων που τους έκαιγαν ζωντανούς.
«Σήμερον εκπληροῦται ὁ πόθος μου»!
Έτσι έγραψε όταν του ανακοινώθηκε ότι χρειάζονται Αξιωματικοί στην Μακεδονία, προκειμένου να βοηθήσουν. Αφήνοντας τα «αγγελάκια του», όπως συνήθιζε να αποκαλεί τα παιδιά του, πίσω, έφυγε για την Μακεδονία.
Μεγάλη ήταν η συμβολή του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, που είχε οριστεί σε αυτήν την θέση για να προστατεύει τον Ελληνισμό και την πίστη μας από τους Εξαρχιακούς.
«Δεν θα κρυβόμαστε, αλλά θα πολεμούμε στήθος με στήθος και πρώτα θα πέφτουμε εμείς κι έπειτα εσείς» αναγγέλλει ο Παύλος στους κατοίκους της Μακεδονίας που διακατέχονταν από φόβο, έπειτα από όσα είχαν περάσει.
Ξαφνικά η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να αποσύρει τους Έλληνες Αξιωματικούς από την περιοχή, κάτι που κάνει έξω φρενών τον Παύλο. Για μικρό χρονικό διάστημα αναγκάζεται να συνεχίσει τον Αγώνα από την Αθήνα. Έπειτα όμως του ζητείται από την Κοζάνη να συντάξει ενεργό άμυνα. Σπεύδει αμέσως και κρυφά…
Για πολύ καιρό έμενε κρυμμένος σε ένα σπίτι στην Κοζάνη και περιπλανιόταν ως ζωέμπορος, προκειμένου να εκτιμήσει την κατάσταση και να οργανώσει δράση.
«Αναλαμβάνω αυτόν τον Αγώνα με όλην μου την ψυχήν και με την Ιδέα ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω», γράφει στο ημερολόγιο που κρατούσε.
Ξεκινά λοιπόν πάλι από την αρχή με το επιχειρησιακό όνομα «Καπετάν Μίκης Ζέζας», επικεφαλής σώματος 35 μόλις ανδρών, που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικοί. Έπειτα ανέλαβε την αρχηγία του Μακεδονικού αγώνα ενάντια στους Βούλγαρους και εισήλθε ένοπλα στα Μακεδονικά εδάφη με την εντολή να ασκεί καθήκοντα αρχηγού και στις μικρότερες ομάδες που δρούσαν εν τω μεταξύ στη περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς.
Στις 13 Οκτωβρίου 1904 προδομένος από την βουλγάρικη συμμορία του Μήτρου Βλάχου περικυκλώθηκε από Τουρκικό απόσπασμα 150 ανδρών. Μετά από δίωρη λυσσαλέα μάχη διέταξε αιφνίδια έξοδο και όρμησε πρώτος. Στην επιχείρηση αυτή τραυματίσθηκε θανάσιμα στην οσφυϊκή χώρα και πέθανε μετά από μισή ώρα στα χέρια του φίλου του, Γεωργίου Στρατινάκη.
Πριν ξεψυχήσει φώναξε: «Βούλγαρος να μην μείνει»!
Είχε ζητήσει ακόμα από τον Πίρζα, σε περίπτωση που σκοτωθεί, να δώσει τον Σταυρό στην γυναίκα του και το όπλο του στον γιο του, λέγοντάς τους εκ μέρος του Παύλου: «Έκανα το καθήκον μου»!
Ο θάνατός του έπρεπε να μείνει κρυφός για να μην πάρει είδηση ο εχθρός ότι σκοτώθηκε ο αρχηγός τους. Ο θάνατός του ενέπνευσε τους αγωνιστές, οι οποίοι πολέμησαν με μεγαλύτερο σθένος και περιόρισαν τους Βουλγάρους.
Έτσι ο Παύλος Μελάς, ο μεγάλος αυτός Αγωνιστής έμεινε για πάντα στις καρδιές των Ελλήνων, γιατί υπήρξε πάνω από όλα άνθρωπος και έπειτα Έλληνας που αγάπησε την πατρίδα του όσο τίποτα άλλο και έδωσε τα πάντα γι αυτήν.
Η χώρα μας γέννησε πολλούς τέτοιους ήρωες, τους οποίους καλό είναι θυμόμαστε για να ανασαίνουμε στις δύσκολες στιγμές που περνάμε… Η ιστορία μας διδάσκει ότι πάντα μα πάντα υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να βγουν στο προσκήνιο.
Γι’ αυτό, όσο είναι δυνατόν, ας μην απογοητευόμαστε και ας κρατήσουμε καλά φυλαγμένη την ελπίδα, καθώς αυτήν δεν μπορεί να μας την στερήσει κανείς…