Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Αν και τα προϊόντα που βγαίνουν από τις στραντζόπρεσσες και τα
υδραυλικά ψαλίδια υπάρχουν παντού γύρω μας, είναι κάπως δύσκολο να
εξηγήσει κανείς τι ακριβώς σημαίνει μηχάνημα επεξεργασίας
λαμαρίνας.
Τα
ασανσέρ που χρησιμοποιούμε καθημερινά, τα αυτοκίνητα που οδηγάμε, τα
τρένα που παίρνουμε για να πάμε στη δουλειά μας, όλα αυτά έχουν μικρά ή
μεγαλύτερα εξαρτήματα που κόβονται σε χιλιάδες κομμάτια από ειδικές
μηχανές. Μηχανές που, με τη βοήθεια ενσωματωμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών, ρυθμίζονται ώστε να κόβουν και να στρεβλώνουν τη
λαμαρίνα στο σχήμα ακριβώς που επιθυμεί η βιομηχανία που τη χρησιμοποιεί. Μηχανές που αποτελούν πρακτικά την ραχοκοκαλιά της
βαριάς βιομηχανίας. Χωρίς αυτές, κάποτε τα εξαρτήματα κατασκευάζονταν στο χέρι –μια διαδικασία επίπονη και χρονοβόρα.
Μιλάμε, λοιπόν, για ένα κλάδο που αποτελεί βαριά βιομηχανία και που
απευθύνεται στη βαριά βιομηχανία. Αν βάζαμε στοίχημα για την ύπαρξη
ελληνικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με τέτοιες μηχανές (ως
κατασκευαστές, όχι ως εισαγωγείς), το πιθανότερο θα ήταν ότι όλοι θα
πόνταραν ενάντια στην πιθανότητα ύπαρξης έστω και μιας. Κι όμως. Η
Gizelis είναι μα
αμιγώς ελληνική επιχείρηση κατασκευής τέτοιων μηχανημάτων,
που όχι μόνο προμηθεύει τις εγχώριες βιομηχανίες, αλλά αυτήν την στιγμή
έχει επεκταθεί σε περισσότερες από 55 χώρες σε όλο τον κόσμο! Ανάμεσα
στους πελάτες της βρίσκουμε μέχρι και γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες
όπως η
Audi και η
Volkswagen, που χρησιμοποιούν τα μηχανήματά της για το τμήμα πρωτότυπων
αυτοκινήτων τους!
Το ελληνικό δαιμόνιο
Η ύπαρξή της επιχείρησης και κυρίως η τεράστια επιτυχία της ήταν ένας συνδυασμός επιμονής και ελληνικού δαιμονίου. Ξεκίνησε το 1968 από τον
Σταμάτιο Γκιζελή,
που θέλησε να εκμεταλλευτεί την περίοδο άνθησης της βιομηχανίας που
διάνυε η χώρα τότε και να φτιάξει πρέσες για τις λαμαρίνες. Εκείνα τα
χρόνια οι πρέσες και τα ψαλίδια ήταν μηχανικά και η δουλειά δεν μπορούσε
να γίνει αυτόματα. Επίσης, ήταν μια περίοδος που υπήρχε μια ξενομανία.
Ελάχιστες ήταν οι βιομηχανίες που προτιμούσαν να αγοράσουν τις μηχανές
του κ. Γκιζελή σε σχέση με εκείνες που έφερναν πρέσες και ψαλίδια από το
εξωτερικό. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν αναπτύχθηκε άλλη
ελληνική εταιρεία κατασκευής τέτοιων μηχανημάτων, επέτρεψε στην
επιχείρηση όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να δέχεται αρκετές
παραγγελίες για να μπορεί να αναπτύσσεται με σταθερούς ρυθμούς κάθε
χρόνο.
Εκεί, όμως, που έγινε το τεράστιο βήμα προς τα μπροστά, ήταν όταν στο
τέλος της δεκαετίας του ’90 μπήκε στην εταιρεία ο εκπρόσωπος της β’
γενιάς της οικογένειας,
ο σημερινός Πρόεδρος,
Βαγγέλης Γκιζελής,
γιος του ιδρυτή.
Αλλάζοντας τη μορφή της εταιρείας με εξειδικευμένο προσωπικό και
επιστήμονες (μηχανολόγους κλπ) και επενδύοντας σε νέο εξοπλισμό, πέρασε
από τις μηχανικές πρέσες και ψαλίδια στις πλήρως αυτόματες που
ελέγχονται από ηλεκτρονικό υπολογιστή και δεν χρειάζονται την παρέμβαση
του ανθρώπινου παράγοντα, παρά μόνο για την τοποθέτηση της λαμαρίνας
και, στο τέλος, την αφαίρεση του έτοιμου εξαρτήματος. Πλέον η
Gizelis κατασκευάζει τις μηχανές της από το μηδέν.
Παίρνει την πρώτη ύλη και παραδίδει ένα πλήρες μηχάνημα. Φτιάχνει μέχρι
και το λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή που τις ελέγχει.
Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτή η επένδυση στην καινοτομία που έφερε την
εταιρεία στο σημείο που βρίσκεται σήμερα (ο νέος εξοπλισμός
εγκαταστάθηκε το 2008). Περισσότερο ήταν το
«ελληνικό δαιμόνιο» του κ. Γκιζελή που προχώρησε σε μια στρατηγική συμμαχία με τη γερμανική εταιρεία
Boschert και άλλαξε εντελώς τα δεδομένα της αγοράς.
Τι έκανε ακριβώς; Επειδή τα περισσότερα εξαρτήματα που βγαίνουν από τις μηχανές της
Gizelis στη
συνέχεια χρειάζονται μία ακόμη διαδικασία, που είναι η διάτρηση (να
γίνουν τρύπες, δηλαδή, στα σημεία όπου τα εξαρτήματα θα «δέσουν» το ένα
με το άλλο) και επειδή έβλεπε πως οι περισσότεροι πελάτες του έψαχναν
για εταιρείες που να μπορούν να προσφέρουν ολοκληρωμένο το πακέτο των
μηχανημάτων, ο κ. Γκιζελής σκέφτηκε το εξής: Αντί να επενδύσει από την
αρχή σε μια νέα μονάδα παραγωγής που να φτιάχνει τέτοιες μηχανές, έπεισε
τους Γερμανούς της
Boschert να γίνει ο αποκλειστικός τους
εισαγωγέας στην Ελλάδα, και μάλιστα να του παραδίδουν τις μηχανές τους
βαμμένες στα δικά του χρώματα και λογότυπα, και στη συνέχεια τις
πουλούσε συμπληρωματικά με τα δικά του μηχανήματα σε τιμές κόστους!
Η συνταγή της επιτυχίας
«Δεν με ενδιέφερε να κερδίσω από τις μηχανές που εισήγαγα», μας λέει. «
Αυτό
που με ενδιέφερε ήταν να αυξηθεί το ενδιαφέρον των πελατών για τις
μηχανές που κατασκευάζει το δικό μου εργοστάσιο. Από την στιγμή που τους
πουλούσα ολοκληρωμένες λύσεις, κέρδιζα από τις πρέσες και τα ψαλίδια
μου και δεν με πείραζε που το κέρδος από τις διατρητικές μηχανές ήταν
μηδενικό». Όπως ήταν λογικό, οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατακόρυφα.
Την δεκαετία του 2000, όλο και περισσότερες ελληνικές βιομηχανίες
άρχισαν να αγοράζουν τα προϊόντα της
Gizelis.
Κι αυτό έκανε τρομερή εντύπωση στους Γερμανούς της
Boschert
που διαπίστωσαν ξαφνικά ότι πουλάνε περισσότερα μηχανήματα στην Ελλάδα
απ’ ότι σε μεγάλες αγορές όπως η Γαλλία και η Ισπανία. Προσέγγισαν τότε
τον κ. Γκιζελή και του ζήτησαν να δοκιμάσουν και οι ίδιοι την συνταγή
του. Να εισάγουν στη Γερμανία τα δικά του μηχανήματα, να τα βάφουν στα
δικά τους χρώματα και να τα πουλάνε συμπληρωματικά με τις δικές τους
μηχανές. Έχοντας κάνει τις σωστές επιλογές από την αρχή, φέρνοντας
επιστήμονες με γνώση του αντικειμένου να δουλέψουν στην εταιρεία, η
Gizelis είχε καταφέρει να φτιάχνει μηχανήματα εξαιρετικά στιβαρά, εφάμιλλα των γερμανικών.
Πάνω από 80% έσοδα από εξαγωγές
Η συνταγή λοιπόν πέτυχε και εκτός Ελλάδας. Η
Boschert ήταν ενθουσιασμένη με το αποτέλεσμα και όταν ο κ.
Γκιζελής τους πρότεινε να καλύπτει αυτός τις υπόλοιπες αγορές, πέραν των τριών βασικών για τη γερμανική εταιρεία (
Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία), το δέχτηκαν. Έτσι σήμερα, τα μηχανήματα
Gizelis Boschert
εξάγονται σε περισσότερες από 55 χώρες, στις 25 εκ των οποίων έχει και
παρουσία με ενεργή αντιπροσώπευση, γραφεία και τεχνική υποστήριξη. Την
ίδια ώρα, στην Ελλάδα, περίπου το 70% των εργοστασίων χρησιμοποιεί
μηχανήματα
Gizelis Boschert.
Έτσι, την στιγμή που η Ελλάδα έμπαινε στη δίνη της κρίσης, η
Gizelis όχι
μόνο δεν την ένιωσε, αλλά έκανε και άλμα προς ακόμη μεγαλύτερα κέρδη.
Σήμερα, το 85% περίπου των εσόδων της προέρχεται από τις εξαγωγές. Και
αυτό, σε ένα τζίρο περίπου 10 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως είναι ένα
εντυπωσιακό ποσό. Ένα ποσό, βέβαια, που φορολογείται στην Ελλάδα και που
αφορά αμιγώς ελληνικά προϊόντα. Ο κ. Γκιζελής έχει κρατήσει όλη του την
παραγωγή εδώ και απασχολεί περίπου 100 άτομα προσωπικό στις
εγκαταστάσεις της εταιρείας του στο Σχηματάρι, εκ των οποίων αρκετοί
είναι πτυχιούχοι ανώτερης εκπαίδευσης.
Σαράντα πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή της, η
Gizelis μπορεί
να καυχιέται ότι είναι μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις βαριάς
βιομηχανίας στην Ελλάδα. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε μια δύσκολη
εποχή σαν αυτή που περνάμε όλοι μας. Ωστόσο ο κ. Γκιζελής δεν είναι
αισιόδοξος για το άμεσο μέλλον: «
Την Ελλάδα δεν μπορούμε να τη
βγάλουμε από την κρίση οι επιχειρηματίες. Εμείς είμαστε μια διμοιρία
στον πόλεμο και προχωράμε αυτόνομοι. Δεν ελπίζουμε σε κανένα κράτος να
μας στηρίξει. Ο πόλεμος θα λήξει μόνο όταν το αποφασίσουν οι μεγάλες
ξένες δυνάμεις», λέει.