Το κανναβουργείο της Έδεσσας βρίσκεται δίπλα στους μύλους, στην τοποθεσία ‘Μεγάλος Κρημνός’ λίγο έξω από το Βαρόσι, την παλιά συνοικία της πόλης.Πρόκειται για ένα εργοστάσιο που παρήγαγε σχοινιά και σπάγκους από ινδική κάνναβη η οποία εισαγόταν από το Μπενάρες.
Η διαδικασία κατεργασίας της κάνναβης και κατασκευής των σχοινιών ήταν δύσκολη αλλά εξαιρετικά μεθοδική και το εργοστάσιο γνώρισε ημέρες μεγάλης ακμής κατά το Μεσοπόλεμο, οπότε και προμήθευε σχεδόν αποκλειστικά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας.
Το Κανναβουργείο Έδεσσας αποτέλεσε το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής σχοινιών και σπάγκων στην Ελλάδα, με άλλα μικρότερα στην Κέρκυρα, Βόλο, Πειραιά. Ιδρύθηκε το 1908 από τους: Εταιρεία Τότσκα και Σία και άλλους μικρότερους μετόχους. Η Δ/νση του ανατέθηκε στον έμπειρο Ναουσαίο Βιομήχανο Ηρακλή Χατζηδημούλα. Ο πρώτος μηχανικός του εργοστασίου ήταν ο αυστριακός Λεοπόλδος Άηγκελ. Η λειτουργία του ξεκίνησε το 1913. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις του Κανναβουργείου αναπτύσσονται στη θέση Μεγάλος Γκρεμός σε ένα πλάτωμα αναπτύσσεται ψηλότερα από το επίπεδο του «Λόγγου» και χαμηλότερα από το πάρκο των καταρρακτών. Χαρακτηρίζεται από 9 επαναλαμβανόμενους όγκους από πωρόλιθο διάτρητους από μεγάλα παράθυρα με υπέρθυρα. Οι στέγες είναι δικλινείς ξύλινες «δι’ ευρωπαϊκών κεράμων» και δημιουργούν τριγωνικά αετώματα.
Το κτίσμα αποτελείται συνολικά από τέσσερις όγκους: 1. διώροφο κτίσμα συσκευασίας και αποστολής του προϊόντος, 2. το κτίσμα αποθήκευσης της πρώτης ύλης, 3. μονόροφο κτίσμα παραγωγής του προϊόντος 4. το κτίσμα του μηχανουργείου και το λεβητοστάσιου. Στην άνω είσοδο του εργοστασίου βρίσκεται ο σταθμός διευθέτησης της πορείας του νερού για την κίνηση των μηχανών. Δύο φυλάκια υπάρχουν ένα στην είσοδο του εργοστασίου και το άλλο στη βόρεια πλευρά του Σε γραμμική διάταξη από το κτήριο παραγωγής βρίσκονται το διώροφο κτίσμα με τα γραφεία και τους χώρους υγιεινής Το κτήριο παραγωγής διατηρεί όλο το μηχανολογικό εξοπλισμό του και την τουρμπίνα υδροκίνησης.
Η λειτουργία των μηχανών στηριζόταν στην υδροκίνηση. Ο αρχικός υδροστρόβιλος δύναμης 400 ίππων και 830 στροφών αντικαταστάθηκε το 1939 από τουρμπίνα τύπου Φράνσις ελβετικής κατασκευής δύναμης 700 ίππων. Οι μηχανές ήταν γερμανικής και αγγλικής προέλευσης. Πρώτη ύλη για την παρασκευή των σχοινιών ήταν το καννάβι που ερχόταν από την περιοχή Μπενάρες των Ινδιών. Για τους σπάγκους χρησιμοποιούσαν σερβικό καννάβι και αργότερα ελληνικό από τον κάμπο των Γιαννιτσών.
Το καννάβι ψεκαζόταν με λάδι για να μαλακώσει και στη συνέχεια καθαριζόταν από ξένες ύλες με ένα μηχάνημα που ονομαζόταν «Βαλιβίτσα». Ακολουθούσε το προλανάρισμα και το λανάρισμα, όπου το καννάβι μετατρεπόταν σε ταινία με το επιθυμητό πάχος κάθε φορά. Οι ίνες παραλληλίζονταν με τους «Σύρτες» και με την επεξεργασία τους στους «Πάγκους» γινόταν το πρώτο στρίψιμο (σιτζίμι). Από τους πάγκους τα σιτζίμια μεταφέρονταν στις «Σιτζίμ μηχανές», όπου γινόταν το δεύτερο στρίψιμο (4 σιτζίμια σε ένα).
Από τις «σιτζίμ μηχανές» το σχοινί μεταφερόταν στις «ξύστρες» που το καθάριζαν από το χνούδι. Ακολουθούσε το κολλάρισμα, το στέγνωμα και το καρούλιασμα. Στις στρεπτικές «ψιλές» μηχανές γινόταν το τελευταίο στρίψιμο. (106) Από τα στοιχεία του εργοστασίου με 107 εργάτες η ημερήσια παραγωγή έφτανε τα 1300 κιλά καννάβινου σχοινιού, 200 κιλά καννάβινου σπάγκου για δέματα και 180 κιλά σπάγκου από λινάρι για το αρμάθιασμα του καπνού. 1 Η διακίνηση της παραγωγής γινόταν από τη Θεσσαλονίκη όπου ήταν και η έδρα του κεντρικού εμπορικού καταστήματος.
Τα χοντρά σχοινιά έφευγαν στην Κρήτη (μεγαλύτερο κέντρο κατανάλωσης), στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία ενώ οι λεπτοί σπάγκοι στην Ανατ. Μακεδονία και Θράκη Κατά την περίοδο Οκτωβρίου – Μαρτίου υπήρχε στασιμότητα ως προς τη διάθεση των προϊόντων. Η ακμή του εργοστασίου τοποθετείται στο χρονικό διάστημα 1928 – 1940 περίοδο που απασχολεί 150 εργάτες (το μεγαλύτερο ποσοστό εργατών ήταν νέες γυναίκες από τα χωριά του κάμπου).
Από το 1950 αρχίζει η παρακμή του. Η απώλεια του κεκτημένου εκμετάλλευσης των υδατοπτώσεων , οι διαφωνίες των μετόχων, το ύψος των οφειλών προς τις τράπεζες, Ι.Κ.Α., Δημόσιο οδηγούν στη διακοπή των εργασιών του τον Μάιο του 1966. Οι 100 εργάτες του Κανναβουργείου ιδρύουν τον «Παραγωγικό συνεταιρισμό η Πέλλα» και αναλαμβάνουν τη διαχείριση του. Το 1967 η διαχειριστική επιτροπή ζητά από την Ε.Τ.Β.Α. δάνειο για να συνεχίσει το εργοστάσιο τη λειτουργία του. Το εργοστάσιο κλείνει και περιέρχεται στο Δημόσιο. Έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο, από το Υπουργείο Πολιτισμού
Το εργοστάσιο παρήκμασε μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο το 1983. Σήμερα, αναπλάθεται με στόχο να αποτελέσει πόλο έλξης και χώρο μάθησης, που θα συμβάλει στην αναβίωση της ιστορίας της περιοχής.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχίζει να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά συστηματικά το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της πόλης, οι άφθονες υδατοπτώσεις.Στο «φρύδι» του βράχου κτίζονται εργοστάσια, τα οποία αξιοποιούν τη δωρεάν πηγή ενέργειας και φέρνουν οικονομική άνθηση. Πρώτο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας ήταν του Τσίτση (1895). Ακολούθησαν η Άνω και Κάτω Εστία, το Κανναβουργείο και το Σεφέκο.Ήδη από τη δεκαετία του ’10 και ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η Έδεσσα είχε αποκληθεί «Μάντσεστερ των Βαλκανίων» και ήταν, μαζί με τη Νάουσα, η κινητήρια δύναμη της βιομηχανίας στη Μακεδονία.
|
Φωτό από τη φίλη Πηνελόπη |
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Έδεσσα απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 18 Οκτωβρίου του 1912.Στην οικονομική ανάπτυξη του μεσοπολέμου προσέφεραν σημαντικά οι 2.500 περίπου πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923-24. Πολλοί από αυτούς είχαν αστική προέλευση και ίδρυσαν βιοτεχνίες. Τη δεκαετία του ’30, εποχή πλήρους ακμής, λειτουργούν θέατρα, κινηματογράφοι, φιλαρμονική και εκδίδονται 4-5 εφημερίδες. Στην έντονη πολιτιστική κίνηση πρωτοστατεί ο σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος», που ιδρύθηκε το 1922 και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
|
Φωτό από τη φίλη Πηνελόπη |
Η ευημερία της πόλης δέχθηκε ανεπανόρθωτο πλήγμα κατά τη δεκαετία του ’40, με τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Αν και η Έδεσσα δεν βομβαρδίστηκε στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, υπέστη τεράστια καταστροφή ακριβώς λίγες ημέρες πριν από τη λήξη της κατοχής. Το Σεπτέμβριο του 1944, οι Γερμανοί, σε αντίποινα για το φόνο ενός στρατιώτη τους, πυρπόλησαν τη μισή πόλη αφήνοντας χιλιάδες άστεγους. Μεταξύ των κτιρίων που καταστράφηκαν περιλαμβανόταν το Αρρεναγωγείο (κτίσμα του 1862) και ο μητροπολιτικός ναός των Αγίων Αναργύρων.
|
Φωτό από τη φίλη Πηνελόπη |
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Έδεσσα βρέθηκε στη δίνη του εμφυλίου πολέμου και, κατά περιόδους, κατακλύστηκε από προσωρινούς πρόσφυγες των γύρω χωριών, τα οποία εκκενώνονταν για στρατιωτικούς λόγους. Όταν έληξαν οι συγκρούσεις, το 1949, η πόλη προσπάθησε να επουλώσει τα τραύματα, αλλά οι οικονομικές συνθήκες είχαν αλλάξει. Η εμφάνιση των συνθετικών υφασμάτων (νάιλον, [[ραγιόν]) που ήρθαν από την Αμερική επέφερε σκληρό ανταγωνιστικό κτύπημα στις ελληνικές κλωστοϋφαντουργίες. Ο εξηλεκτρισμός της χώρας αφαίρεσε από τις βιομηχανίες της Έδεσσας το συγκριτικό πλεονέκτημα των υδατοπτώσεων.
Η Έδεσσα ήταν η δεύτερη πόλη στην παραγωγή μεταξιού. Είχε εκκοκιστήρια βάμβακος και εργοστάσια ταπητουργίας που γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση. Τα υδροκίνητα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, σε μεγάλη ακμή κατά το μεσοπόλεμο, ιδρύθηκαν ανάμεσα στο 1874 και το 1912 στις πόλεις του Βερμίου και επωφελήθηκαν από την κινητήρια δύναμη του νερού, τα χαμηλά ημερομίσθια και την πλούσια ντόπια παραγωγή πρώτων υλών. Στην Έδεσσα κάθε εργοστάσιο εκμεταλλεύεται και έναν καταρράκτη. Ο μηχανικός τους εξοπλισμός προέρχεται από την Ευρώπη ενώ η παραγωγή τους καταναλώνεται στην ευρύτατη περιοχή της τότε Ευρωπαϊκής Τουρκίας.
1. Το Νηματουργείο Γρηγορίου Τσίτση και Σία ιδρύθηκε το 1895. Η πρώτη βιομηχανική μονάδα της Έδεσσας εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο νηματουργείο όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ανατολής.2. «Ένωσις Βιομηχανικών Επιχειρήσεων ΕΣΤΙΑ Α.Ε.» είναι η επωνυμία της επιχείρησης που συνενώνει ένα νηματουργείο και ένα κλωστοϋφαντουργείο που παρήγαγε δίμητο, φανέλα και κάμποτο.3. Το «Καναβουργείο Α.Ε. Έδεσσα» άρχισε να λειτουργεί το 1913. Ήταν το καλύτερο από τα τέσσερα καναβουργεία της Ελλάδας και παρήγαγε σχοινιά και σπάγκους. Ιστορικό διατηρητέο μνημείο, σώζει ως σήμερα τον αρχικό του εξοπλισμό.4. Το Καναβουργείο των αδελφών Αποστόλου και Σπυριδωνίδη ουσιαστικά δεν λειτούργησε. Σώζονται μόνο οι εξωτερικοί του τοίχοι από πωρόλιθο.5. Η Εριοβιομηχανία ΣΕ.ΚΟ Α.Ε. ξεκίνησε ως Εριουργείο των αδελφών Σεφερτζή-Κόκκινου, είχε τον τελειότερο μηχανικό εξοπλισμό από όλα τα εργοστάσια της πόλης και παρήγαγε υφάσματα σκωτσέζικα (κασμίρια). Το 1985 αγοράζεται από τον βιομήχανο Σημαιοφορίδη για να μετατραπεί σε εργοστάσιο έτοιμων ενδυμάτων. Στο πλαίσιο της μετατροπής, ο αρχικός εξοπλισμός πουλήθηκε και 36 αργαλειοί έγιναν παλιοσίδερα.
Σήμερα τα κτίρια και ο περιβάλλων χώρος του Κανναβουργείου, έχουν αξιοποιηθεί ως πολυχώρος πολιτισμού. Είναι βιομηχανικό μουσείο για την ιστορία της υδροκίνησης και χώρος αναψυχής και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Ένας καφές στο Κανναβουργείο είναι μια απόλαυση της θαυμάσιας θέας προς τον κάμπο και την ιστορία της βιομηχανικής Έδεσσας.
Κείμενα και εικόνες:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου