Λάζαρος Ελευθεριάδης
«Κατά Υπουργού, εν ενεργεία ή μη, δεν επιτρέπεται η έκδοση εντάλματος βίαιης προσαγωγής, σύλληψης και προσωρινής κράτησης» Και το χειρότερο ... ανεξαρτήτου παραπτώματος !!!
Το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα αποτελούμενο απο το πολιτικό προσωπικό και ένα νομοθεσιακό πλέγμα να το υπηρετεί και να το συντηρεί σε μία αφμίδρομη πορεία μέχρι σήμερα, παρήγαγεδικλείδες ασφαλείας για το ίδιο και κανόνες αυτοπροστασίας,οι οποίοι πολύ λίγο έχουν να κάνουν με βασικές απαιτήσεις μιάςευνομούμενης κοινωνίας, ενός δημοκρατικού πολιτεύματοςστοιχειωδώς σεβόμενο τους πολίτες του, αναγόμενοι σεφεουδαρχία παρά σε δημοκρατία.
Κατοχύρωσε μάλιστα αυτούς τους κανόνες προστασίας του, το πολιτικό σύστημα, με αντίστοιχη συνταγματική αναφορά, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η οποιαδήποτε σοβαρή αλλαγή ή προσπάθεια κατάργησης του Νόμου περί ευθύνης τών πολιτικών, οι οποίοι αποφασίζουν για την χώρα, για το παρόν και το μέλλον της, και την δεσμεύουν απέναντι των πολιτών της και απέναντι τρίτων , να απαιτεί αναθεώρηση του υφισταμένου συντάγματος, πράγμα χρονοβόρο, απαιτώντας ευρύτερες συμμαχίες, αυξημένες πλεοψηφίες και “παζάρια” μεταξύ των ιδίων των πολιτικών.
Ο πολιτικός οιασδήποτε παρατάξεως στην Ελλάδα του 2011 δέν δικάζεται απο τον φυσικό δικαστή του, όπως κάθε Έλληνας πολίτης, την ανεξάρτητη Ελληνική δικαιοσύνη, αλλά απο την Βουλή των Ελλήνων, η οποία αναλαμβάνει και ρόλο “δικαστού” για τα μέλη της.
”Γιάννης πίνει, Γιάννης κερνάει” όπως λέει και ο λαός μας.
Ο νόμος 3126/2003 που αφορά στην ποινική ευθύνη των Υπουργών έχει εκδοθεί ως εκτελεστικός του άρθρου 86 του Συντάγματος, το οποίο και σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζει το περιεχόμενό του.
Η ύπαρξη του “Νόμου περί ευθύνης Υπουργών” είναι η κυνική ομολογία της αυτοπροστασίας του πολιτικού συστήματος από τη δικαιοσύνη, ακόμη και όταν το αδίκημα δεν σχετίζεται με την εκτέλεση των καθηκόντων των μελών του.
Ωστόσο και υπό το ισχύον άρθρο 86 είναι εφικτές κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις, ώστε να εξαλειφθούν ανεπίτρεπτες διακρίσεις υπέρ των Υπουργών οι οποίες δεν επιβάλλονται από το Σύνταγμα, τίς οποίες ουδείς εσκέφθη να πράξει.
Με τον ισχύοντα νόμο απαγορεύεται η βίαιη προσαγωγή, σύλληψη, προσωρινή κράτηση και επιβολή περιοριστικών όρων σε βάρος Υπουργών.
Η απαγόρευση επιβολής περιοριστικών όρων, όπως είναι λ.χ. η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, δε φαίνεται δικαιολογημένη, κυρίως αν λάβει κανείς υπόψη του ότι σε άλλες χώρες πολιτικά πρόσωπα διέφυγαν στο εξωτερικό.
Δέν υφίσταται στον παρόντα ισχύοντα Νόμο η υποχρεωτική κατάσχεση οικονομικού οφέλους των Υπουργών.
Προφανής λόγος με τον οποίο σχετίζεται η απαλλαγή των υπουργών πάσης ευθύνης, παρ’ότι αυτοί λαμβάνουν τίς αποφάσεις κατά κύριο λόγο, είναι επίσης, ότι η δημόσια διοίκηση είναι δομημένη έτσι ώστε κάθε απόφαση να χρειάζεται υπουργική υπογραφή.
Η ευθυνοφοβία των ίδιων των υπουργών, παρότι απολαμβάνουν απόλυτης ασυλίας, οδηγεί το σύνολο της δημόσιας διοίκησης σε τέλμα.
Και το μέγεθος της “ανοησίας” μεγενθύνεται διότι αντί να διαχέεται και να ελαχιστοποιήται η απαίτηση “υπογραφών”, κάποιοι μεγαλοσχήμονες, αυτό το δικαίωμα ή αλλιώς την “εργασία της υπογραφής”, την θεωρούν ως μέσον κοινωνικής καταξίωσης, ώς μέσον επιβολής θέσεων και απόψεων, αποτελώντας δικαίωμα το οποίο εναγωνίως προσπαθούν να κρατήσουν ώς κόρη οφθαλμού ή ώς πολύτιμο “κεκτημένο”.
Όσοι υποστηρίζουν ότι η παραγραφή των αδικημάτων αποσκοπεί στην αποτροπή της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου, από τους αντιπάλους των ασκούντων εξουσία, λένε ψέμματα και εξαπατούν τον Ελληνικό λαό, καθώς αυτή η προστασία την οποία τους παρέχει ο Νόμος θα μπορούσε να μην αποτελεί διάταξη του συντάγματος.
Απαγορεύεται η δέσμευση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος Υπουργού ή Υφυπουργού με απόφαση του ανακριτή, εφόσον η δίωξη αφορά κακουργηματική πράξη.
Η εμπλοκή και η παραγόμενη γραφεικρατία απο την ανάγκη διαχείρισης της “έγκρισης” δηλ. της “υπογραφής” σε όλη την πυραμίδα της Δημόσιας Διοίκησης, απο τους πολιτικούς (υπουργούς, υφυπουργούς, κτλ), αποτελεί την μήτρα του προβλήματος σε όλο τον κορμό της Δημόσιας Διοίκησης.
Η παραχώρηση του δικαιώματος της “υπογραφής” σε ειδικούς ή τεχνοκράτες μέλη της Δημόσιας Διοίκησης, με ανάλογο γνωστικό αντικείμενο της απαίτησης της “έγκρισης”, θεωρείται αμάρτημα, ανάλογο του “προπατορικού αμαρτήματος” απο τούς πολιτικούς μας.
Και εδώ δημιουργείται η κεφαλαιώδης αντίφαση στο Ελληνικό κράτος, οι πολιτικοί έχουν ασυλία για οποιαδήποτε απόφαση πάρουν, και παρ’όλα αυτά ή δεν παίρνουν αποφάσεις ή όταν τίς παίρνουν δε τίς εφαρμόζουν.
Αρμόδια για την άσκηση ποινικής δίωξης τόσο στους Υπουργούς όσο και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι αποκλειστικά και μόνο η Βουλή με απόφαση που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (με τουλάχιστον 151 ψήφους). Έτσι η Βουλή παραμένει και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση η μόνη αρμόδια να απαγγείλει κατηγορία κατά Υπουργού (ή πρώην Υπουργού) για αδίκημα που διέπραξε κατά την τέλεση των καθηκόντων του.
Την απόφασή της αυτήν μπορεί να την ανακαλέσει οποτεδήποτε σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Αναλυτικά οι περιπτώσεις για τίς οποίες τέθησαν σε εφαρμογή οι διατάξεις περί ποινικής ευθύνης Υπουργών απο συστάσεως του ελληνικού κράτους είναι οι ακόλουθες :
Ο Υπουργός Οικονομικών Ν. Πονηρόπουλος το 1847 (πλαστογραφία πρωτοκόλλων περί της τιμής των σιτηρών, (η Βουλή δεν τον παρέπεμψε τελικώς).
Όλα τα μέλη της Κυβέρνησης Δ. Βούλγαρη, το 1875 (εκλογικές παραβάσεις, απαλλαγή λόγω "ακυρώσεως του κατηγορητηρίου").
Ο Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Ι. Βαλασόπουλος και ο Υπουργός Δικαιοσύνης Β. Νικολόπουλος, το 1876 για τα λεγόμενα “Σιμωνιακά” (δωροδοκία και εκβίαση ο πρώτος, συναυτουργία σε δωροδοκία ο δεύτερος), καταδικάστηκαν ο πρώτος σε φυλάκιση ενός έτους, τριετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και 56.200 δρχ. χρηματική ποινή υπέρ πτωχοκομείου και ο δεύτερος σε φυλάκιση δέκα μηνών.
Ο Πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης το 1892 (μη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, παράνομη δανειοδότηση, δεν έγινε η παραπομπή τελικώς)
Όλα τα μέλη της Κυβέρνησης Σ. Σκουλούδη, το 1916 (δεν παραπέμφθηκαν τελικώς)
Όλα τα μέλη της Κυβέρνησης Θ. Παγκάλου, το 1926 (δεν παραπέμφθηκαν τελικώς)
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος το 1930 (ενώπιον 30μελούς επιτροπής της Γερουσίας) για απιστία σχετικά με την εκχώρηση άδειας καζίνο στην Ελευσίνα, καταδικάστηκε σε 2 χρόνια φυλάκιση και πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Ο Υπουργός Π. Χατζηπάνος το 1950 για το σκάνδαλο Χατζηπάνου (απιστία κατά του Δημοσίου, ατασθαλίες κατα τη διανομή πετρελαίου) καταδικάστηκε το 1951 σε φυλάκιση 2 μηνών με τριετή αναστολή.
Μέλη της υπηρεσιακής κυβέρνησης Κ. Δόβα το 1962 (δεν παραπέμφθηκαν τελικώς)
Έξι Υπουργοί της Κυβέρνησης Κ. Καραμανλή (Κ. Καραμανλής, Ν. Μάρτης, Α. Πρωτοπαπαδάκης, Π. Παπαληγούρας, Δ. Χέλμης, Λ. Μπουρνιάς) το 1965 (εκ προθέσεως βλάβη των συμφερόντων του κράτους, δεν παραπέμφθησαν τελικώς)
Ένας ακόμη Υπουργός και δύο Υφυπουργοί της Κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1965 (Ε. Αβέρωφ, Α. Γεροκωστόπουλος και Δ. Δαβάκης, παράνομη διαχείριση και διάθεση μυστικών κονδυλίων δεν παραπέμφησαν τελικώς).
Ο Υφυπουργός Οικονομικών Ν. Αθανασόπουλος, παραπέμφθηκε το 1989, δικάστηκε το 1990 (ηθική αυτουργία σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, χρήση πλαστού εγγράφου, απλή συνέργεια σε νόθευση βιβλίων απόπλου-κατάπλου λιμεναρχείου Καβάλας), καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών η Βουλή, όμως, τη 17η Ιανουαρίου 1994, συγκατατέθεσε στην άρση των εννόμων συνεπειών αυτής της καταδίκης
Ο Πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου και οι Υπουργοί Εθνικής Οικονομίας Π. Ρουμελιώτης, Οικονομικών Δ. Τσοβόλας, Δικαιοσύνης Μ. Κουτσόγιωργας, ο Υφυπουργός Βιομηχανίας, Έρευνας, Τεχνολογίας Γ. Πέτσος, παραπέμφθηκαν το 1989 και η δίκη έγινε το 1992. Ο Α. Παπανδρέου παραπέμφθηκε για ηθική αυτουργία σε απιστία, δωροληψία και δολία αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και αθωώθηκε. Ο Π. Ρουμελιώτης παραπέμφθηκε για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, τελικώς όμως δεν δικάστηκε λόγω μη άρσης της ασυλίας του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Δ. Τσοβόλας παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δυόμιση ετών και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, η Βουλή, όμως, με την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1993, συγκατέθεσε στην απονομή χάριτος και στην άρση των έννομων συνεπειών της καταδίκης. Ο Μ. Κουτσόγιωργας παραπέμφθηκε για παραβίαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, για υπόθαλψη εγκληματία, για παθητική δωροδοκία και για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια, απεβίωσε όμως κατά τη διάρκεια της δίκης του. Τέλος ο Γ. Πέτσος παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία και δωροληψία, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δέκα μηνών με τριετή αναστολή και σε διετή στέρηση των πολιτικων του δικαιωμάτων για το πρώτο αδίκημα, ενώ αθωώθηκε για το δεύτερο.
Ο Πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου, παραπέμφθηκε το 1989 (υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η δίωξη ανεστάλη με απόφαση της Βουλής, την 15η Μαΐου 1992).
Ο Πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης παραπέμφθηκε το 1994 (υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η δίωξη ανεστάλη με απόφαση της Βουλής, την 16η Ιανουαρίου 1995). Για την ίδια υπόθεση υποβλήθηκε πρόταση κατηγορίας και κατά της Υπουργού Πολιτισμού Θ. Μπακογιάννη, αλλά η Βουλή δεν την παρέπεμψε.
Ο Πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης και οι Υπουργοί Οικονομικών Ι. Παλαιοκρασάς και Βιομηχανίας, Εμπορίου, Τεχνολογίας Α. Ανδριανόπουλος παραπέμφθηκαν το 1994 για την υπόθεση της πώλησης της ΑΓΕΤ, προβληματικής εταιρείας του Δημοσίου (ο πρώτος για ηθική αυτουργία σε απιστία, για παθητική δωροδοκία και για παράβαση καθήκοντος και οι άλλοι δύο για απιστία και για παράβαση καθήκοντος, η δίωξη ανεστάλη με απόφαση της Βουλής, την 16η Ιανουαρίου 1995).http://el.wikipedia.org/wiki/ .Τα παραπάνω αποτελούν χρήσιμα θεωρώ παραδείγματα της λειτουργείας της “δικαιοσύνης” απο την Ελληνική Βουλή διαχρονικά έως σήμερα.
Τον περασμένο Απρίλιο έγινε προσπάθεια απο τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης κ. Χ.Καστανίδη, να γίνει ο Νόμος περί ευθύνης Υπουργών πιο ασυτηρός όπως τουλάχιστον εδήλωνε πρός όλες τίς κατευθύνσεις.
Στον νόμο 3961/2011, που ψηφίστηκε τον Απρίλιο και τροποποίησε τον ν. 3126/2003 περί ποινικής ευθύνης των υπουργών, στο άρθρο 5 βρίσκεται το “νέο σκάνδαλο” που διαφοροποιεί τη μεταχείριση των υπουργών από τον απλό πολίτη.
«Κατά Υπουργού, εν ενεργεία ή μη, δεν επιτρέπεται η έκδοση εντάλματος βίαιης προσαγωγής, σύλληψης και προσωρινής κράτησης».Ανεξαρτήτου παραπτώματος.!!!
Ενώ ο πολίτης συλλαμβάνεται αμέσως, και να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι ίσως από τις ελάχιστες χώρες, αν όχι η μοναδική από τις “πολιτισμένες” χώρες όπου οι πολιτικοί απολαμβάνουν τέτοιου είδους “ασυλία” από τον νόμο.
Παραδείγματα τρανταχτά αποτελούν ο Ντομινίκ Στρος-Καν, συνελήφθη (και διεσύρθη) και θα δικασθεί για απόπειρα βιασμού της καμαριέρας, στο Ισραήλ ο πρώην Πρόεδρος της χώρας συνελήφθη και οδηγήθηκε στα δικαστήρια για βιασμό, στην Ουκρανία ο υπουργός Εξωτερικών συνελήφθη για κατάχρηση 30.000 δολαρίων και παράνομη πρόσληψη οδηγού, ενώ στην Κροατία ο πρώην Πρόεδρος συνελήφθη για κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Αμέτρητες είναι επίσης οι περιπτώσεις βρετανών πολιτικών που υπέστησαν ανάλογες κυρώσεις.
Το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα αποτελούμενο απο το πολιτικό προσωπικό και ένα νομοθεσιακό πλέγμα να το υπηρετεί και να το συντηρεί σε μία αφμίδρομη πορεία μέχρι σήμερα, παρήγαγεδικλείδες ασφαλείας για το ίδιο και κανόνες αυτοπροστασίας,οι οποίοι πολύ λίγο έχουν να κάνουν με βασικές απαιτήσεις μιάςευνομούμενης κοινωνίας, ενός δημοκρατικού πολιτεύματοςστοιχειωδώς σεβόμενο τους πολίτες του, αναγόμενοι σεφεουδαρχία παρά σε δημοκρατία.
Κατοχύρωσε μάλιστα αυτούς τους κανόνες προστασίας του, το πολιτικό σύστημα, με αντίστοιχη συνταγματική αναφορά, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η οποιαδήποτε σοβαρή αλλαγή ή προσπάθεια κατάργησης του Νόμου περί ευθύνης τών πολιτικών, οι οποίοι αποφασίζουν για την χώρα, για το παρόν και το μέλλον της, και την δεσμεύουν απέναντι των πολιτών της και απέναντι τρίτων , να απαιτεί αναθεώρηση του υφισταμένου συντάγματος, πράγμα χρονοβόρο, απαιτώντας ευρύτερες συμμαχίες, αυξημένες πλεοψηφίες και “παζάρια” μεταξύ των ιδίων των πολιτικών.
Ο πολιτικός οιασδήποτε παρατάξεως στην Ελλάδα του 2011 δέν δικάζεται απο τον φυσικό δικαστή του, όπως κάθε Έλληνας πολίτης, την ανεξάρτητη Ελληνική δικαιοσύνη, αλλά απο την Βουλή των Ελλήνων, η οποία αναλαμβάνει και ρόλο “δικαστού” για τα μέλη της.
”Γιάννης πίνει, Γιάννης κερνάει” όπως λέει και ο λαός μας.
Ο νόμος 3126/2003 που αφορά στην ποινική ευθύνη των Υπουργών έχει εκδοθεί ως εκτελεστικός του άρθρου 86 του Συντάγματος, το οποίο και σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζει το περιεχόμενό του.
Η ύπαρξη του “Νόμου περί ευθύνης Υπουργών” είναι η κυνική ομολογία της αυτοπροστασίας του πολιτικού συστήματος από τη δικαιοσύνη, ακόμη και όταν το αδίκημα δεν σχετίζεται με την εκτέλεση των καθηκόντων των μελών του.
Ωστόσο και υπό το ισχύον άρθρο 86 είναι εφικτές κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις, ώστε να εξαλειφθούν ανεπίτρεπτες διακρίσεις υπέρ των Υπουργών οι οποίες δεν επιβάλλονται από το Σύνταγμα, τίς οποίες ουδείς εσκέφθη να πράξει.
Με τον ισχύοντα νόμο απαγορεύεται η βίαιη προσαγωγή, σύλληψη, προσωρινή κράτηση και επιβολή περιοριστικών όρων σε βάρος Υπουργών.
Η απαγόρευση επιβολής περιοριστικών όρων, όπως είναι λ.χ. η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, δε φαίνεται δικαιολογημένη, κυρίως αν λάβει κανείς υπόψη του ότι σε άλλες χώρες πολιτικά πρόσωπα διέφυγαν στο εξωτερικό.
Δέν υφίσταται στον παρόντα ισχύοντα Νόμο η υποχρεωτική κατάσχεση οικονομικού οφέλους των Υπουργών.
Προφανής λόγος με τον οποίο σχετίζεται η απαλλαγή των υπουργών πάσης ευθύνης, παρ’ότι αυτοί λαμβάνουν τίς αποφάσεις κατά κύριο λόγο, είναι επίσης, ότι η δημόσια διοίκηση είναι δομημένη έτσι ώστε κάθε απόφαση να χρειάζεται υπουργική υπογραφή.
Η ευθυνοφοβία των ίδιων των υπουργών, παρότι απολαμβάνουν απόλυτης ασυλίας, οδηγεί το σύνολο της δημόσιας διοίκησης σε τέλμα.
Και το μέγεθος της “ανοησίας” μεγενθύνεται διότι αντί να διαχέεται και να ελαχιστοποιήται η απαίτηση “υπογραφών”, κάποιοι μεγαλοσχήμονες, αυτό το δικαίωμα ή αλλιώς την “εργασία της υπογραφής”, την θεωρούν ως μέσον κοινωνικής καταξίωσης, ώς μέσον επιβολής θέσεων και απόψεων, αποτελώντας δικαίωμα το οποίο εναγωνίως προσπαθούν να κρατήσουν ώς κόρη οφθαλμού ή ώς πολύτιμο “κεκτημένο”.
Όσοι υποστηρίζουν ότι η παραγραφή των αδικημάτων αποσκοπεί στην αποτροπή της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου, από τους αντιπάλους των ασκούντων εξουσία, λένε ψέμματα και εξαπατούν τον Ελληνικό λαό, καθώς αυτή η προστασία την οποία τους παρέχει ο Νόμος θα μπορούσε να μην αποτελεί διάταξη του συντάγματος.
Απαγορεύεται η δέσμευση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος Υπουργού ή Υφυπουργού με απόφαση του ανακριτή, εφόσον η δίωξη αφορά κακουργηματική πράξη.
Η εμπλοκή και η παραγόμενη γραφεικρατία απο την ανάγκη διαχείρισης της “έγκρισης” δηλ. της “υπογραφής” σε όλη την πυραμίδα της Δημόσιας Διοίκησης, απο τους πολιτικούς (υπουργούς, υφυπουργούς, κτλ), αποτελεί την μήτρα του προβλήματος σε όλο τον κορμό της Δημόσιας Διοίκησης.
Η παραχώρηση του δικαιώματος της “υπογραφής” σε ειδικούς ή τεχνοκράτες μέλη της Δημόσιας Διοίκησης, με ανάλογο γνωστικό αντικείμενο της απαίτησης της “έγκρισης”, θεωρείται αμάρτημα, ανάλογο του “προπατορικού αμαρτήματος” απο τούς πολιτικούς μας.
Και εδώ δημιουργείται η κεφαλαιώδης αντίφαση στο Ελληνικό κράτος, οι πολιτικοί έχουν ασυλία για οποιαδήποτε απόφαση πάρουν, και παρ’όλα αυτά ή δεν παίρνουν αποφάσεις ή όταν τίς παίρνουν δε τίς εφαρμόζουν.
Αρμόδια για την άσκηση ποινικής δίωξης τόσο στους Υπουργούς όσο και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι αποκλειστικά και μόνο η Βουλή με απόφαση που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (με τουλάχιστον 151 ψήφους). Έτσι η Βουλή παραμένει και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση η μόνη αρμόδια να απαγγείλει κατηγορία κατά Υπουργού (ή πρώην Υπουργού) για αδίκημα που διέπραξε κατά την τέλεση των καθηκόντων του.
Την απόφασή της αυτήν μπορεί να την ανακαλέσει οποτεδήποτε σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Αναλυτικά οι περιπτώσεις για τίς οποίες τέθησαν σε εφαρμογή οι διατάξεις περί ποινικής ευθύνης Υπουργών απο συστάσεως του ελληνικού κράτους είναι οι ακόλουθες :
Ο Υπουργός Οικονομικών Ν. Πονηρόπουλος το 1847 (πλαστογραφία πρωτοκόλλων περί της τιμής των σιτηρών, (η Βουλή δεν τον παρέπεμψε τελικώς).
Όλα τα μέλη της Κυβέρνησης Δ. Βούλγαρη, το 1875 (εκλογικές παραβάσεις, απαλλαγή λόγω "ακυρώσεως του κατηγορητηρίου").
Ο Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Ι. Βαλασόπουλος και ο Υπουργός Δικαιοσύνης Β. Νικολόπουλος, το 1876 για τα λεγόμενα “Σιμωνιακά” (δωροδοκία και εκβίαση ο πρώτος, συναυτουργία σε δωροδοκία ο δεύτερος), καταδικάστηκαν ο πρώτος σε φυλάκιση ενός έτους, τριετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και 56.200 δρχ. χρηματική ποινή υπέρ πτωχοκομείου και ο δεύτερος σε φυλάκιση δέκα μηνών.
Ο Πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης το 1892 (μη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, παράνομη δανειοδότηση, δεν έγινε η παραπομπή τελικώς)
Όλα τα μέλη της Κυβέρνησης Σ. Σκουλούδη, το 1916 (δεν παραπέμφθηκαν τελικώς)
Όλα τα μέλη της Κυβέρνησης Θ. Παγκάλου, το 1926 (δεν παραπέμφθηκαν τελικώς)
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος το 1930 (ενώπιον 30μελούς επιτροπής της Γερουσίας) για απιστία σχετικά με την εκχώρηση άδειας καζίνο στην Ελευσίνα, καταδικάστηκε σε 2 χρόνια φυλάκιση και πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Ο Υπουργός Π. Χατζηπάνος το 1950 για το σκάνδαλο Χατζηπάνου (απιστία κατά του Δημοσίου, ατασθαλίες κατα τη διανομή πετρελαίου) καταδικάστηκε το 1951 σε φυλάκιση 2 μηνών με τριετή αναστολή.
Μέλη της υπηρεσιακής κυβέρνησης Κ. Δόβα το 1962 (δεν παραπέμφθηκαν τελικώς)
Έξι Υπουργοί της Κυβέρνησης Κ. Καραμανλή (Κ. Καραμανλής, Ν. Μάρτης, Α. Πρωτοπαπαδάκης, Π. Παπαληγούρας, Δ. Χέλμης, Λ. Μπουρνιάς) το 1965 (εκ προθέσεως βλάβη των συμφερόντων του κράτους, δεν παραπέμφθησαν τελικώς)
Ένας ακόμη Υπουργός και δύο Υφυπουργοί της Κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1965 (Ε. Αβέρωφ, Α. Γεροκωστόπουλος και Δ. Δαβάκης, παράνομη διαχείριση και διάθεση μυστικών κονδυλίων δεν παραπέμφησαν τελικώς).
Ο Υφυπουργός Οικονομικών Ν. Αθανασόπουλος, παραπέμφθηκε το 1989, δικάστηκε το 1990 (ηθική αυτουργία σε έκδοση ψευδών βεβαιώσεων, χρήση πλαστού εγγράφου, απλή συνέργεια σε νόθευση βιβλίων απόπλου-κατάπλου λιμεναρχείου Καβάλας), καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών η Βουλή, όμως, τη 17η Ιανουαρίου 1994, συγκατατέθεσε στην άρση των εννόμων συνεπειών αυτής της καταδίκης
Ο Πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου και οι Υπουργοί Εθνικής Οικονομίας Π. Ρουμελιώτης, Οικονομικών Δ. Τσοβόλας, Δικαιοσύνης Μ. Κουτσόγιωργας, ο Υφυπουργός Βιομηχανίας, Έρευνας, Τεχνολογίας Γ. Πέτσος, παραπέμφθηκαν το 1989 και η δίκη έγινε το 1992. Ο Α. Παπανδρέου παραπέμφθηκε για ηθική αυτουργία σε απιστία, δωροληψία και δολία αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και αθωώθηκε. Ο Π. Ρουμελιώτης παραπέμφθηκε για παράβαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, τελικώς όμως δεν δικάστηκε λόγω μη άρσης της ασυλίας του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Δ. Τσοβόλας παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δυόμιση ετών και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, η Βουλή, όμως, με την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1993, συγκατέθεσε στην απονομή χάριτος και στην άρση των έννομων συνεπειών της καταδίκης. Ο Μ. Κουτσόγιωργας παραπέμφθηκε για παραβίαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71, επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, για υπόθαλψη εγκληματία, για παθητική δωροδοκία και για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια, απεβίωσε όμως κατά τη διάρκεια της δίκης του. Τέλος ο Γ. Πέτσος παραπέμφθηκε για απιστία περί την υπηρεσία και δωροληψία, καταδικάστηκε σε φυλάκιση δέκα μηνών με τριετή αναστολή και σε διετή στέρηση των πολιτικων του δικαιωμάτων για το πρώτο αδίκημα, ενώ αθωώθηκε για το δεύτερο.
Ο Πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου, παραπέμφθηκε το 1989 (υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η δίωξη ανεστάλη με απόφαση της Βουλής, την 15η Μαΐου 1992).
Ο Πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης παραπέμφθηκε το 1994 (υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η δίωξη ανεστάλη με απόφαση της Βουλής, την 16η Ιανουαρίου 1995). Για την ίδια υπόθεση υποβλήθηκε πρόταση κατηγορίας και κατά της Υπουργού Πολιτισμού Θ. Μπακογιάννη, αλλά η Βουλή δεν την παρέπεμψε.
Ο Πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης και οι Υπουργοί Οικονομικών Ι. Παλαιοκρασάς και Βιομηχανίας, Εμπορίου, Τεχνολογίας Α. Ανδριανόπουλος παραπέμφθηκαν το 1994 για την υπόθεση της πώλησης της ΑΓΕΤ, προβληματικής εταιρείας του Δημοσίου (ο πρώτος για ηθική αυτουργία σε απιστία, για παθητική δωροδοκία και για παράβαση καθήκοντος και οι άλλοι δύο για απιστία και για παράβαση καθήκοντος, η δίωξη ανεστάλη με απόφαση της Βουλής, την 16η Ιανουαρίου 1995).http://el.wikipedia.org/wiki/ .Τα παραπάνω αποτελούν χρήσιμα θεωρώ παραδείγματα της λειτουργείας της “δικαιοσύνης” απο την Ελληνική Βουλή διαχρονικά έως σήμερα.
Τον περασμένο Απρίλιο έγινε προσπάθεια απο τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης κ. Χ.Καστανίδη, να γίνει ο Νόμος περί ευθύνης Υπουργών πιο ασυτηρός όπως τουλάχιστον εδήλωνε πρός όλες τίς κατευθύνσεις.
Στον νόμο 3961/2011, που ψηφίστηκε τον Απρίλιο και τροποποίησε τον ν. 3126/2003 περί ποινικής ευθύνης των υπουργών, στο άρθρο 5 βρίσκεται το “νέο σκάνδαλο” που διαφοροποιεί τη μεταχείριση των υπουργών από τον απλό πολίτη.
«Κατά Υπουργού, εν ενεργεία ή μη, δεν επιτρέπεται η έκδοση εντάλματος βίαιης προσαγωγής, σύλληψης και προσωρινής κράτησης».Ανεξαρτήτου παραπτώματος.!!!
Ενώ ο πολίτης συλλαμβάνεται αμέσως, και να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι ίσως από τις ελάχιστες χώρες, αν όχι η μοναδική από τις “πολιτισμένες” χώρες όπου οι πολιτικοί απολαμβάνουν τέτοιου είδους “ασυλία” από τον νόμο.
Παραδείγματα τρανταχτά αποτελούν ο Ντομινίκ Στρος-Καν, συνελήφθη (και διεσύρθη) και θα δικασθεί για απόπειρα βιασμού της καμαριέρας, στο Ισραήλ ο πρώην Πρόεδρος της χώρας συνελήφθη και οδηγήθηκε στα δικαστήρια για βιασμό, στην Ουκρανία ο υπουργός Εξωτερικών συνελήφθη για κατάχρηση 30.000 δολαρίων και παράνομη πρόσληψη οδηγού, ενώ στην Κροατία ο πρώην Πρόεδρος συνελήφθη για κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Αμέτρητες είναι επίσης οι περιπτώσεις βρετανών πολιτικών που υπέστησαν ανάλογες κυρώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου