Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Απόσπασμα Δικαστικής απόφασης για το λεγόμενο "Μακεδονικό" πρόβλημα


Αριθμός 243/2005

Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας

Πρόεδρος: Μίμης Γραμματικούδης
Δικαστές: Π. Ντάσκα, Α. Τυραννίδου (εισηγήτρια)
Δικηγόροι: Ε. Τέλλη, Α. Ιωάννου

... Στο άρθρο 11 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ορίζεται ότι «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και στην ελευθερία συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ίδρυσης μετ’ άλλων συνδικάτων και προσχώρησης σε συνδικάτα με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων τους». Κατά δε την παρ. 2 εδ. α΄ του ίδιου άρθρου, «η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν επιτρέπεται να υπαχθεί σε άλλους περιορισμούς πέραν απ’ αυτούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα, σε δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και την ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.»
Κατά συνέπεια, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις των ενλόγω άρθρων 9, 10 και 11 της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι η δημόσια τάξη είναι θεμιτός περιορισμός των δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Η δημόσια δε τάξη, η προς την οποία αντίθεση του σκοπού του σωματείου δημιουργεί λόγο μη αναγνώρισής του από το δικαστήριο, αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις δικαιικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό αυτής. Αντίθεση προς τη δημόσια τάξη υπάρχει όταν προσβάλλονται οι αντιλήψεις αυτές και διαταράσσεται ο βιοτικός ρυθμός (ΟλΑΠ 6/1990, 17/1999, 4/2005, ΕλλΔνη 31.552, 40.1288, 46.382).
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενόψει της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, με την απόφασή του της 17.2.2004 που εκδόθηκε στην υπόθεση Gorzelik και λοιπών κατά της Πολωνίας, μετά από ατομική προσφυγή κατά του Πολωνικού Κράτους, για άρνηση των αρχών αυτού να προβούν στην επίσημη καταχώριση του σωματείου των προσφυγόντων υπό την επωνυμία «Ένωση των προσώπων σιλεσιανής ιθαγένειας», έκρινε ότι: Η ελευθερία συνεταιρισμού δεν είναι απόλυτη και πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ένα σωματείο διά των δραστηριοτήτων του ή των προθέσεων, τις οποίες δηλώνει ρητώς ή σιωπηρώς στο πρόγραμμά του, θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Κράτους ή τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων, το άρθρο 11 (της ΕΣΔΑ) δεν αποστερεί από τις αρχές ενός Κράτους την εξουσία προστασίας των ενλόγω θεσμών και προσώπων και ότι τούτο απορρέει και από την παρ. 2 του άρθρου 11 και από τις θετικές υποχρεώσεις του Κράτους δυνάμει του άρθρου 1 της Συμβάσεως, να αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων, τα οποία εξαρτώνται από τη δικαιοδοσία του (σκέψη 94 της απόφασης αυτής, ΟλΑΠ 4/2005, ό.π.).
... Οι αιτούντες είναι μέλη της προσωρινής διοικούσας επιτροπής του υπό σύσταση σωματείου, με έδρα την πόλη της Φλώρινας και με την επωνυμία «Στέγη Μακεδόνικου Πολιτισμού». Για την ευδοκίμηση της αιτήσεώς τους, περί αναγνωρίσεως του προαναφερόμενου σωματείου, προσκομίζουν όλα τα απαιτούμενα από το νόμο (άρθρα 78 - 80 ΑΚ) στοιχεία, μεταξύ των οποίων και το από 19.6.2003 καταστατικό του, που αποτελείται από 25 άρθρα, με τα οποία ορίζονται τα σχετικά με την ίδρυση και τη λειτουργία του. Στο άρθρο 2 του καταστατικού ορίζεται ότι σκοπός του Σωματείου είναι, μεταξύ άλλων, «η πολιτιστική αποκέντρωση και η προστασία των πνευματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και παραδόσεων των μνημείων πολιτισμού και γενικά η διάσωση και διάδοση μακεδόνικου πολιτισμού. Η διατήρηση και καλλιέργεια της μακεδόνικης γλώσσας - «Makedoniki» ως μέσα δε για την επίτευξη του άνω σκοπού αναφέρεται ότι είναι οι ομιλίες, τα δημοσιεύματα, τα διαβήματα κάθε μορφής, καθώς και η συνεργασία του σωματείου με άλλα σωματεία, που έχουν κοινούς σκοπούς, την τοπική αυτοδιοίκηση και τους άλλους αρμόδιους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.
Ο προαναφερόμενος σκοπός του Σωματείου αποτελεί αντικείμενο έρευνας για να διαπιστωθεί εάν είναι σύννομος, ή αντιβαίνει στη δημόσια τάξη, υπό την αναλυθείσα παραπάνω έννοια αυτής, ή δημιουργεί σύγχυση αναφορικά με τη σωματειακή δράση των μελών του. Προς τούτο, κρίσιμα είναι τα σημεία που αφορούν στην επικαλούμενη «διάσωση και διάδοση μακεδόνικου πολιτισμού», όπως και τη «διατήρηση και καλλιέργεια της μακεδόνικης γλώσσας –«Makedoncki».
…Πριν από το 1944 «Μακεδονία» ως σλαβικό κράτος και «Μακεδoνικό Έθνος», ως ιδιαίτερη εθνότητα ήταν έννοιες παντελώς άγνωστες. Στις 2.8.1944, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο Κροάτης Τίτο δημιούργησε το Γιουγκοσλαβικό ομόσπονδο κράτος (ένα από τα έξι της τότε Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας που προέκυψε ως ενιαίο Κράτος το 1918), της λεγόμενης Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Έως τότε, οι κάτοικοι της περιοχής των Σκοπίων δεν είχαν ούτε σερβική, ούτε βουλγαρική, παρά τα φιλοβουλγαρικά αισθήματα των περισσότερων κατοίκων της και πολύ περισσότερο, δεν είχαν «μακεδόνικη» εθνική συνείδηση. Την τελευταία τους έπεισε να την αποκτήσουν ο Τίτο, προκειμένου να αποκολλήσει τους Σκοπιανούς από το άρμα των Βουλγάρων, έχοντας ως απώτερο σκοπό τη σύσταση ενιαίου μακεδόνικου κράτους, υπό σλαβικό μανδύα και την έξοδο της χώρας του στο Αιγαίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην περίοδο του μεσοπολέμου, η κυβέρνηση του Βελιγραδίου υποστήριζε ότι οι κάτοικοι της περιοχής των Σκοπίων ήταν Σέρβοι. Αργότερα όμως, για να υποβοηθηθεί η προσπάθεια «μακεδονοποίησης» του πληθυσμού της Λ.Δ. Μακεδονίας, που κατοικείτο τότε από ακαθόριστης εθνικότητας πληθυσμούς, με υπεροχή των σλαβόφωνων, αλβανοφώνων και τουρκόφωνων, έπρεπε να αναπτυχθούν όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα λαό, ως διαφορετικό έθνος, δηλαδή η γλώσσα, η ιστορία και ο πολιτισμός. Καταρχήν, ιδιαίτερη φροντίδα δόθηκε στη λεγόμενη «μακεδόνικη» γλώσσα, που αποτελείτο κατά βάση από λέξεις σλαβικής προέλευσης, εμπλουτισμένη και με ελληνικές αυτούσιες ή παραλλαγμένες, καθώς επίσης και λέξεις τουρκικές, βλάχικες, αλβανικές κλπ. Το ιδίωμα αυτό στην ουσία ήταν η δυτική διάλεκτος της βουλγαρικής γλώσσας, την οποία ομιλούσαν οι κάτοικοι της περιοχής των Σκοπίων. Μετά το 1944 Σκοπιανοί γλωσσολόγοι προσπάθησαν να αφαιρέσουν όλα τα βουλγαρικά στοιχεία από τη διάλεκτο αυτή και να τα αντικαταστήσουν με λέξεις σερβοκροατικές, ώστε να μπορεί η λεγόμενη «μακεδόνικη» γλώσσα, έτσι όπως εξελίχθηκε, να γίνει πλέον κατανοητή από τους σερβοκροατικούς πληθυσμούς της βόρειας Γιουγκοσλαβίας. Ακόμη, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην εκ των υστέρων «κατασκευή» της ιστορίας του «Μακεδόνικου» έθνους. Το Δεκέμβριο του 1948 ιδρύθηκε στα Σκόπια το «Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας του Μακεδόνικου Λαού». Το ενδιαφέρον των Σκοπιανών ιστορικών επικεντρώθηκε στην απόδειξη της υπάρξεως ενός ξεχωριστού «μακεδόνικου» έθνους, έστω και αν το «έθνος» τούτο, στο παρελθόν, δεν είχε δώσει σημεία ζωής.
Στη συνέχεια, οι πολιτικοί των Σκοπίων δεν περιορίσθηκαν στην προσπάθειά τους «μακεδονοποίησης» του πληθυσμού της περιοχής. Για να ευαισθητοποιήσουν τα πλήθη, αλλά και τη Διεθνή Κοινότητα, δημιούργησαν μία «Μεγάλη ιδέα» περί πλήρους εθνικής αποκατάστασης του «Μακεδόνικου» έθνους, διακηρύσσοντας ότι η Μακεδονία στο σύνολο της, δηλαδή τα τρία Βιλαέτια (περιφέρειες) της αυθαίρετης τότε διαίρεσης της τουρκικής Διοίκησης στη Μακεδονία, κατά τους χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας, που είχαν ως πρωτεύουσες τη Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι και τα Σκόπια, είναι χώρα σλαβική, και ως προς την ιστορική της προέλευση και ως προς την εθνική της σύσταση. Γι’ αυτό (κατά τη «Μεγάλη Ιδέα»), πρέπει να ενωθεί και να αποτελέσει ένα ενιαίο κράτος, δεδομένου ότι μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μόνον το Γιουγκοσλαβικό Τμήμα της Μακεδονίας αποκαταστάθηκε εθνικά, στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας (θεωρία του «αλυτρωτισμού»). Η προβολή αυτής της «Μεγάλης Ιδέας» στα Σκόπια και στο εξωτερικό δημιούργησε τις σημερινές προστριβές με την Ελλάδα, η οποία δεν είναι δυνατό να ανεχθεί αυτή την έστω «ακαδημαϊκή», καταρχήν, προσβολή της ακεραιότητας του εδάφους της και της ομοιογένειας του πληθυσμού της, που επιχειρείται από την πλευρά των Σκοπίων. Εξάλλου, ουδείς πολιτισμένος λαός μπορεί να ανεχθεί την πλαστογράφηση της Ιστορίας του. Στην προσπάθεια αυτή των Σκοπίων, που άρχισε μετά τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, αφότου το κράτος των Σκοπίων απέκτησε οντότητα, το έτος 1991, εντάσσεται η διάδοση των παραπάνω ιδεών από διάφορους εθνικιστές μετανάστες, οι οποίοι, μέσω οργανώσεων και σωματείων που δρουν κυρίως στο εξωτερικό (Αυστραλία, Καναδά, Η.Π.Α.) με ομιλίες, συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις πολιτιστικές κλπ. παραπληροφορούν το κοινό, δημιουργώντας εσφαλμένες εντυπώσεις περί υπάρξεως «Μακεδονικού» έθνους και πολιτισμού, «μακεδονικής» γλώσσας και συνείδησης. Παράλληλα, καλλιεργούν και την ιδέα του αλυτρωτισμού, όπως προεκτέθηκε, επιχειρώντας να δημιουργήσουν αποσχιστικές τάσεις, θέτοντας και το ανύπαρκτο θέμα της λεγόμενης «μακεδόνικης μειονότητας» που ζει στην Ελλάδα.
Μάλιστα για το θέμα αυτό προσέφυγαν στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στη Γενεύη, το Μάιο του 1990, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτος έθεσαν και πάλι το ίδιο θέμα στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης της ΔΑΣΕ στην Κοπεγχάγη...
Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεν υπάρχει Μακεδόνικο Έθνος και κατά συνέπεια, μακεδόνικός πολιτισμός και μακεδόνικη γλώσσα «Makedoncki». Ούτε φυσικά υφίσταται στην Ελλάδα «μακεδόνικη μειονότητα». Είναι αυτονόητο, ότι ένα μωσαϊκό εθνοτήτων δεν μπορεί σε εξήντα χρόνια να αποκτήσει εθνολογική οντότητα, στηριζόμενο σε χαλκευμένα ιστορικά στοιχεία.
Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ανενδοιάστως ότι ο σκοπός του υπό αναγνώριση Σωματείου αντίκειται προς τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, αφού θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Ελληνικού Κράτους, με τις εξαγγελλόμενες ρητώς και σιωπηρώς δραστηριότητες των μελών του. Περαιτέρω και με την εμμονή του στη γενική αναφορά του όρου «μακεδόνικος - ική» πολιτισμός - γλώσσα προκαλεί σύγχυση τόσο στο εσωτερικό της Χώρας και, ιδίως, στους ενδιαφερομένους να συμμετάσχουν στο Σωματείο ως μέλη, αποδεχόμενοι το σκοπό αυτόν, όσο και διεθνώς, στα κράτη και στους λοιπούς φορείς με τους οποίους θα συναλλαχθεί αυτό, ενόψει της πραγμάτωσης του σκοπού του μέσω διαβημάτων, συνεργασιών κλπ. Συμπερασματικά, η αναγνώριση του Σωματείου προσκρούει στην ανάγκη ειρηνικής συμβίωσης των πολιτών της περιοχής και κατ’ επέκταση της γαλήνης της Χώρας. Γι’ αυτό και η αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επομένως, εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με τις ανωτέρω σκέψεις, δεν έσφαλε, γι’ αυτό οι αντίθετοι λόγοι της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, όπως και η έφεση στο σύνολό της... Freedom of peaceful assembly and association.
- Public policy is a legitimate limitation of rights. The public and policy, in which unlike the purpose of the association creates a reason for refusing recognition by the court, consisting of fundamental
is rules and principles that keep a certain time in the country and reflect dikaiikes, social, civic, political, religious, moral and other beliefs, which govern the legal standard that pace. Contrary to public policy is when rosvallontai these perceptions and disturbed biotic rate.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου