"Όσοι το χάλκεον
χέρι
βαρύ του φόβου
αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας
έχωσι`
θέλει αρετήν και
τόλμην
η
ελευθερία."
...Ανδρέας
Κάλβος
Γράφει ο Γιώργος
Ανεστόπουλος
Σαν
έκαμνες απόφαση στο αίμα να βουτήξεις,
θέση δεν
έχει η λογική,
μη να
παραφρονήσεις.
Φόβος θα
στέκει δίπλα σου σιαμαίος αδελφός σου,
και θα σου
γνέφει πονηρά «φεύγ’ απ’ το ριζικό σου».
τρέχα και
πέτα τ’ όπλο σου, άσε τον σύντροφό σου,
δειλό μη
σκάζεις κι αν σε πουν,
μέτρα τον
γλιτωμό σου.
Χίλια
λογάδια θα σου βρει για να μην ξεστρατίσεις,
απ’ τη
ραγιάδικη ζωή ποτέ μην ξεμυτίσεις.
Θα
μολογάει πως τίποτα δεν στέργει να αλλάξει,
με πείσμα
και με μαστοριά θα σε κρατάει στην τάξη,
θ’ ακούς
φωνές να σε καλούν στα όπλα με ανδρεία,
μα ο φόβος
θε να σε κρατάει αλάργ’ απ’ την «κρυπτεία»…
Σαν θα
διαβάζεις Θούρειους και λόγια Μεγαλείου,
τα
φυλλοκάρδια σου θα καιν σαν πύρα του Ιουλίου,
θα θες κι
εσύ ν’ ανταμωθείς με άξιους Διγενήδες,
μα ευθύς ο
φόβος θα σκορπάει το όραμα που είδες.
Αδέρφια με
«Απόφαση» θα σε καλούν στα όπλα,
κι ενώ η
καρδιά σου θα ριγάει,
ο φόβος
σαν και πρώτα
τα πόδια
θα σου παραλύει, θα κρύβεσαι απ’ τα φώτα.
Θα
εξοργίζεσαι, θα κλαις, θα ουρλιάζεις θυμωμένος,
σε δουλική
εξαθλίωση θα ζεις εγκλωβισμένος,
μα όση
κάψα και θυμός κι αν σου τρυπάει τα στήθη,
βόλεμα δεν
θ’ απαρνηθείς κι εσύ όπως τα πλήθη.
Δεν
στέργεις σε ζωή κρυφή,
σκληρή με
πειθαρχία,
το όπλο
να’χεις αδερφό,
λεπίδι για
συμβία,
Πατέρα σου
τον Αρχηγό,
Σκοπό
Ελευθερία.
Μην
παριστάς τον κουζουλό και ξέρεις που να ψάξεις,
αρκεί να
είσαι έτοιμος τη μάχαιρα ν’ αρπάξεις,
αρκεί η
ψυχή σου να το λέει και να το μολογάει,
πως είσαι
όντως Έλληνας που όντως πολεμάει…
και πως
δεν είσ’ ένας κιοτής έμπειρος να «το σκάει»…
Της
προδοσιάς τ’ αργύρια
χαΐρι δεν
θα κάμουν,
της
λεβεντιάς τα Υπέρπυρα τους φόβους σου θα
γιάνουν.
Για Βάϊλο,
για Κράλη, για Βοεβόδα θες,
για Μπέη,
Πασά, Μουχτάρη,
για
Λευτεριά μη λες…
Σαν θες
στ’ αλήθεια Λευτεριά,
τοιμάσου
για ταξίδι,
κι αν
φοβισμένη είν’ η καρδιά,
χούφτωσε
το λεπίδι,
δέσε το
κεφαλόπανο το μαύρο του θανάτου,
άδειασε το
σπιρτόκρασο και χόρεψε του Χάρου,
φίλα
γυναίκα σταυρωτά, αγκάλιασ’ τα παιδιά σου,
το όπλο
σου κατέβασε και όπλιστο μπροστά τους,
ροβόλα για
τ’ αδέρφια σου και ζύγωσε σιμά τους...
Το πρώτο
γιοματάρι θ’ ανάψει τη φωτιά,
κι ευθύς
το πρώτο αίμα θα γίνει πυρκαγιά.
Θεριέψου
για τ’ αλώνια,
φυλάξου
από παντού,
θα πολεμάς
για χρόνια
στην άκρη
του γκρεμού.
Θα σου
λοξέψει ο λογισμός,
θ’αρχίσει
ν’ αμολιέται
σε
τρίστρατα αφρόντιστα,
μ’ έχιδνες
θ’ απαντιέται.
Μα σαν η
Εθνική Φωνή
μέσα σου
αντιλαλήσει,
ευθύς θα
μεταμορφωθείς,
θ’ αλλάξει
χρώμα η φύση,
θα
χαλαστεί η βαρυθυμιά
προτού
κακοφορμίσει.
Μαύροι
καιροί σε μύραναν
μ’ αίμα
αντί για μύρο,
μεσ’ στη
φωτιά σε πύραναν
για να σε
κάμουν θρύλο.
Αυτού του
πρώτου μύρου
θανάσιμη
πνοή
ολόγυρ’
αναβλύζει σα Θεϊκή Ορμή.
Γυρεύει να
φουντώσει
παλεύει ν’
ανοιχτεί,
στο πέλαο
να ξαμώσει
σαν αίμα
ν’ απλωθεί.
Κράτιστε
συ κι αείμαχε Έλληνα καπετάνιο,
κυβέρνα το
ασκέρι σου με θάρρεμα τιτάνιο.
Λογάριασε
οπούχεις νου και τα μετράς τα πάντα
το νού
σου, τα χτυπήματα μη σούρχονται στην μπάντα.
Γοργό
σκαρί τρικάταρτο να μοιάζει ο πόλεμός σου
τι
εφιάλτες σαν τα κύματα ορθώνονται ομπρός σου.
Δεξιά τη
μάσκα την πλωριά δράκοντες θα χτυπούνε,
στο
μεσιανό ολόγυρα άρπυιες θ’ αλυχτούνε.
Μέρες και
νύχτες σκοτεινές που θ’ αυθεντεύει ο Άδης,
μα ορμή
του θάρρους συνοδειά θα σπρώχνει οργιές να
πάρεις.
Ξανέμισε η
παντιέρα σου λοξά και στρέψε ρότα,
πρυμνιά
ρίξε τις μάτσες σου και τον καιρό στα νώτα,
τριμάρισ’
όλα τα πανιά, γέμισε τα κανόνια
κι αγάντα
για τον γδικιωμό που πρόσμενες για χρόνια.
Τσίτωσε
κάργα τα σκοινιά κι ας τρίζουνε τα ξάρτια,
το νου σου
μεσ’ στο χαλασμό ν’ αντέξουν τα κατάρτια…
Πάλεψε με
το τσούρμο σου να το αποκρατήσεις,
τελάλησε
στον Χάροντα πως θε να τον νικήσεις…
Ζυγιάσου
για ορτσάρισμα και κόντρα στον καιρό,
ψυχώσου
για θανατερό ρεσάλτο στο χαμό….
Σαν βγεις
από την καταχνιά κι από την καταιγίδα,
θα ιδείς
την νίκη να’ρχεται, σαν λύκος στην παγίδα…
Κι αν ο
καιρός ανάποδα σου πάρει το τιμόνι,
κι αν σ’
έσφιξαν οι αέρηδες σα σφύρα και αμόνι,
να μην
λαγιάσεις την ορμή,
μη χάσεις
την αψάδα,
μην και
λυγίσει η πεισμονή,
μην σου
χαθούν τα πλάγια…
Μα πιότερο
να νοιάζεσαι μην κόψει το αγέρι,
και κει
αρόδο ξάνεμο ξεμείνει το ασκέρι.
Φόβος θα
δέσει με καρφιά ολνών τα φυλλοκάρδια,
αν τύχει
και ανάψουνε τα εχθρικά μπομπάρδια.
Στόχος
ακούνητος θαρρείς και θάστε για σημάδι,
με πόνο θα
ματώνετε απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Να κάμεις
‘τι ν’ αντέξετε σα θα’ ρθει ο χαλασμός,
μη θάρρος
να σας λείψει σαν πέσει ο χαμός,
απρόσμενα
κι αν έπεσε φρεσκάρει ο καιρός.
Φυλάξτε
την ορμή σας, τα βόλια, την ψυχή,
και
καρτεράτε θαρρετά την κρίσιμη στιγμή.
Σαν τα
πανιά φουσκώσουνε στ’ ανέμου την πνοή,
σα
δαίμονες χυθείτε του Ποσειδώνα Γιοί,
σα
σμέρνες αγριεμένες,
σαν
οργισμένοι αετοί,
θεριέψτε την θωριά
σας,
σύρτε
τρανή ιαχή.
Τον
τρόμο σπείρτε στους δειλούς κι ανάξιους εισβολείς,
«Θυμίστε τους πως Δαναοί φυλούν
αυτή τη γης»....
Γιώργος
Ανεστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου