γράφει ο Γιώργος Ανεστόπουλος
Κι
αν είσαι, για δεν είσαι του Κέκρωπος πνοή,
Γενιά
Αρχαίων Ανάκτων που πέτρωσαν κι αυτοί,
βαθειά
η Ψυχή σου νοιώθει
Αθήνα τι εστί…
Αθήνα
είναι τα Τείχη, οι Λόγχες, τα Σπαθιά,
οι
Θώρακες, τα Κράνη, Πολεμικά Φαριά,
Δόρατα
και Ασπίδες κι Ατσάλινα Κορμιά,
Δοξάρια
και Σαΐτες και αίμα από φωτιά…
Είν’
οι Ιππείς κι οι Οπλίτες,
τ’
αβύθιστα σκαριά,
είναι
οι Στρατηγοί μας,
τα
νιάτα τα σκληρά…
Αφρούρητη
η πόλη, ατείχιστη η φαιδρή,
δεν
στέργεται να στέκει, δεν το νογάει να ζει,
ακόμη
κι αν βαραίνει ο νους απ’ τη χλιδή,
κακό
είν’ να λησμονιέται του θάνατου η οσμή…
τι
άμ’ αρχινήσει η θαλπωρή,
από
κοντά είν’ κι η θλίψη…
Τα
τείχη που εγκρεμίσαν της Πόλης οι οχτροί,
γίναν
το σάβανό της κι η νεκραπαντοχή,
οι
Τάφοι οι μυριάδες και τα νεκρά μωρά,
γίναν ο οικτιρμός της, της Μοίρας παιδεψιά…
Κι
αν στοίχειωσαν τη σκέψη πόνοι απόκοσμοι,
κι
αχολογώντας διάβηκε η Κόλαση στη γη,
κι
αν μ’ αλυσίδες σύρθηκαν οι Όσοι Ζωντανοί,
αργά
πολύ για δάκρυα,
ανώφελη
η οργή,
για’ σαν εδιάβη
ο Θεριστής, «γιατί» πια δε φελάνε…
Αστέρευτη
η Φάρα του Γερο Δαναού,
μ’
ατέλευτοι κι οι λύκοι αχούν του χαλασμού…
Σαν
ρίχνει η νύχτα πέπλα στα έρμα σας παιδιά,
στρέψτε
την σαϊτιά σας με μύτη από φωτιά,
αλί
σ’ αυτόν που γελαστεί και γείρει αποσταμένος,
τι
ο θάνατος καραδοκεί, σαν πέσει ξενοιασμένος…
Σαν
χαλασιά διαγούμισαν θρασύδειλοι Μηδοί,
Πέρσες
και Βαβυλώνιοι, διπρόσωποι Λυδοί,
Ρωμαίοι,
Τούρκοι, Σλάβοι, δόλιοι Αγαρηνοί,
αγέλες
πάντα χύνονταν σε τούτη τη γωνιά
Λατίνοι,
Γότθοι, Ούνοι, στίφη αλαργινά,
Γαλάτες,
Δάκες, Άβαροι, τσακάλια Ενετικά,
Βάνδαλοι,
Καρχηδόνιοι, άπληστοι Νορμανδοί,
Σάξονες,
Γενουάτες, στυγνοί Μαυριτανοί,
Φράγκοι,
Μογγόλοι, Πάρθοι, κτήνη Καταλανοί,
Ίβηρες,
Πετσενέγκοι, Βούλγαροι αλγεινοί,
Σκύθες,
Τσερκέζοι, Τάταροι, οικτροί Αφρικανοί…
Όποτε
οι ασπίδες μας αντέχαν την ορμή,
οι
βάρβαροι σφαγιάζονταν και φεύγαν απ’ τη γη,
Σιδερωμένοι
Σταυραετοί κι Αρχάγγελοι μας στέκαν,
και
οι Κάφροι οι δοξάρηδες, βράχους λες σαϊτεύαν…
Μα
γέροι μυριάδες πέφταν, γυναίκες και παιδιά
κάτω
απ’ το μαχαίρι του βάρβαρου φονιά…
Βιός
χάνονταν, πυρώνονταν υποστατικά,
σαν
ήταν τα σπαθιά μας φυρά και λιγοστά…
Αυτοί
οι νεκροί ξορκίζουνε με λόγια θλιβερά:
Αν δεν το μάθει
το σπαθί πριν έρθ’ η καταιγίδα,
άδικα θε να το
ζωστεί στον κίντυνο η Πατρίδα…
Αν δε χουφτιάσεις τη λαβή και δεν
παραφυλάξεις,
δεν θα προκάμεις
το σπαθί ν’ αγγίξεις σαν πλαγιάσεις…
Αν δεν φυλάξεις
το σπαθί, πολύ προτού την Κρίση,
μην ψάξεις την
στερνή στιγμή, ανάξια θα’ ναι η λύση…
…σαν
ξεθηκάρωσες σπαθί,
είναι
ντροπή και όνειδος
να
μην βαφτεί με αίμα…
μα
η Μοίρα αν σ’ ήβρε μαχμουρλή, σ’ έπνιξε μες’ στο ρέμα…
Ύβρη
βαριά καραδοκεί και σου φυλάει πόνο,
τι σαν καλοπέσει η καταχνιά,
αργά ειν’ να βρεις το δρόμο…
Γιε
τραγικέ μου Ορέστη,
πλανεύτηκες
ξανά,
Ρίχ’
τη ματιά σου γύρω κι ο νους σου ας μην ξεχνά,
όσους
κι αν μακελέψεις,
ατέλειωτη
θα είναι για πάντα η Μπαρμπαριά…
Μην
ξεθαρρεύεις, μη θαρρείς τελειώσαν όλα εδώ,
πάντα
τα στίφη θα’ ρχονται Μαύρο Θανατικό,
και
τα παιδιά σου αιώνια θα γίνονται οχυρό…
Κατάρα
της Γενιάς σου είναι η Λησμονιά
πως
μοίρα της στέκει το αίμα ενάντια στην σκλαβιά…
Σαν
στροφιλιά θ’ αφρώνεται, θα ξαμολάει το γαίμα,
θ’
αχολογάει ο κουρνιαχτός,
θα
σας ξυπνάει η έγνοια,
ο
βρόντος μέσα στη νυχτιά,
λίγωμα,
τρόμος, φρένια…
Σύρ’
την ψυχή σου έξω απ’ τον Αχέροντα,
τραβήξου
από τη Λήθη και δες τα μέλλοντα,
μην
και εφησυχάσεις Γιε του Αγαμέμνονα…
Σιδερομάχοι
ξένης γης, για σένα ροβολιάζουν
κι
αγνάντια τους νομάτους σου σαΐτες σημαδιάζουν,
οχλοβοή
αχολογάει σαν παίρνουν να κινήσουν,
κι
αν τους αφήσεις να ριχτούν
μον’
μαύρη γη θ’ αφήσουν…
Τα
κάστρα και οι πύργοι, τα θεόρατα οχυρά,
ποτέ
μόνα δεν πέφτουν, μα δίνονται βορά,
θες
κατακτιούνται μ’ αίμα,
θες
παν προδοτικά…
Όραμα
δες και φύλαξ’ το καλά μες στο μυαλό,
Κατέεις
τι είν’ οι Βάρβαροι να’ ν’ τρίγυρ’ από δω,
φωτιές
βαρούν τον ουρανό κι ευθύς κατηφοριάζουν,
κι
ο Χάροντας βαριοθωρεί Ψυχές να ανταριάζουν….
θάρρεψ’
το με το νου σου και λόγιασε καλά,
ολόγυρά
σου θ’ αλλυχτούν πάντα κακά σκυλιά,
ορμήνεψ’
την γενιά σου τα τείχη να φυλά,
γερά
νύχτα και μέρα, προτού τη θύελλα,
τι
οι λύκοι σαν κινήσουν,
χαθήκατε
ταχιά…
Μη
σε γελάει ο ήλιος,
η
πλανερή βολή,
μα
μέριασε το πέπλο κι ο Άδης θα φανεί,
ζωσμένος
από φλόγες, σκοπούς θανατερούς…
Ξεχώρισε
τις πέτρες και θα’ βρεις τους σκορπιούς…
Με
θάρρητ’ ανασκάλεψε της Τάξης τους αρμούς,
κι
ατένισε τους σκοτεινούς κι ανίερους δεσμούς…
Τάραξε
την θολάδα τ’ αρίγητου νερού,
και
φίδια θα σου γνέψουν με μάτια τ’ ατσαλιού…
Σα
θέριεψαν οι αστρίτες κι αμόλησαν παντού,
σαν
ξέρασαν τις σμέρνες τα βράχια του γιαλού,
Πίστη μην
αναπέμψεις στα λόγια ερπετού,
μη
γελαστείς κι αντάριασμα πεις είναι της στιγμής,
λεπίδι
να προσμένεις,
φυλάξου
παρευθύς…
Στο
πρώτο το φαρμάκι κι όχεντρας σαϊτιά,
αγνάντεψε
ένα γύρω, θα ιδείς φιδοφωλιά,
το
χέρι ακούμπα στο σπαθί και ψάξε την πηγή,
της προδοσιάς
τους σύνδαυλους,
της γάγγραινας πληγή…
Εφιάλτες θα’
βρεις μπιστικούς,
πραίτωρες άλλης πίστης,
θα
ιδείς κι αλλόδοξους ρωμιούς,
προστάτες
ξένης Πύλης,
θα
ιδεις νενέκους μιλητούς
να
σκύβουνε τη μέση,
Καπεταναίους να
διώχνουνε,
να
προσκυνούν το φέσι,
μα σαν εξοριστεί
η Στρατιά,
ποιος θε να
διαφεντεύσει;
Κατέχε το πως
νόθεψαν ως μέσα τη Φρουρά σας,
πως
εμολέψαν τον Ανθό,
φύραναν
τα σπαθιά σας,
πως
εξορίσαν το Καλό,
λέρωσαν
τα σκουτιά σας,
πως
ξεθεμέλιωσαν βαθιά ότι Ελληνικό,
επίδοξοι Μπέηδες
ήρθαν,
στερνά κι
αποκοιμίσαν τον έρμο σου λαό…
Κι
αν κρώζουνε κοράκια κι όρνια πετούν ψηλά,
ορέγοντας
να φάν’ Ελληνόπουλα ξανά,
οι Έλληνες δε
γροικάνε, δεν κάμουνε σεβντά,
ούτε
αναρριγιέται στον κίντυνο η καρδιά…
Δεν
θέλουνε να ιδούνε;
Μη χάσαν τη θωριά;
Φοβούνται
να τηράξουν με φλόγινη ματιά;
Μην
άραγε μια Κίρκη τους τύφλωσε ξανά;
Τι
σοϊ Σειρήνες έζωσαν την δόλια τους ψυχή;
Ποια
τρέλα τους ξεσέρνει,
ποιος
Δαίμων τους κρατεί,
στη Λήθη βυθισμένους,
σαν
τον κοινό κιοτή;
Που
πήγε η ιστορία των θρύλων Δαναών;
Ιώνων,
Δωριέων, Ελλήνων Αχαιών;
Όμηρος
κι Αχιλλέας υπάρχουν άραγες
ακόμη
και σαν σκέψη, έστω αυτό μαθές;
Ή
χάθηκαν στην άχλη της σύγχρονης ψευτιάς,
λουσμένοι
στο ημίφως μιας άνανδρης γενιάς;
Μην
έπαψαν να νοιώθουν Έλληνες στην ψυχή;
Ποιό
θάμπος την κυρίευσε και λόξεψε η τρελή;
*Μην τάχα επλανήθηκε στης Άβυσσου τα μάτια;
Μην την ετήραξε κι αυτή σα
θύελλα στα ξάρτια;
Δυό
ατραποί σου πέμφθηκαν, δύο διαδρομές,
το
στήθος σου ατσάλωσε κι άκουσε τις Φωνές,
αυτές
σου τάζουν τα Κλειδιά, αυτές και τις Ποινές:
Αρμένισε στα
πέλαγα κι όρισε τις φωτιές…
Κι αν δεν
περσεύει η αντρειά,
Βυθίσου στο
σκοτάδι κι ούρλιαξε όσο θες…
Ο
θρύλος σ’ έχει ζώσει κι ορίζει την ταγή,
Κι
αν τ’ άρμενά σου ρίξεις,
σου μέλλει τη θανή…
Ότι
σαϊτιά κι αν ήταν, το βόλι της Τουρκιάς,
μην πέτυχε κι
ήβρε αίμα Ελληνικής Καρδιάς;
Φωτιά στον που το λόγιασε
και που το μολογάει,
Τσεκούρι και στον που
τολμά να το πολυγυρνάει…
Ταγμένο
μες στο θυμικό κι ας σου το βγάλαν ψέμα,
Φωτιά στο δάσος
αν φανεί, φωτιά βάλε στο ρέμα…
Μαρμαρωμένος
ο λαός κι αν θες να ζωντανέψει,
μη
φοβηθείς το που θα δεις και που σου καλοφέξει,
στο
θρύλο μπες κι απάντησε φωτιές του ’21,
θωριές
τιτάνιες θα σου πουν με σιγουριά στο βλέμμα,
πως άμποτε
θέλεις λευτεριά
ΤΟ ΑΙΜΑ ΦΛΟΓΙΖΕΙ
ΜΕ ΑΙΜΑ!!!
Με
πόνο και με δάκρυα
κι
αλλαλαγμούς χαράς,
με
ρίγημ’ απ’ το φόβο,
με
απώλεια σοδειάς,
με
γλίτωμα του φίλου,
μεθύσι
αποκοτιάς,
χαΐρι
πλέριου γδικιωμού,
θανάτου
συνοδειάς,
το
σώσμα από το Χάροντα, της οικογένειας,
η
φυλακή, η άρνηση της υποτέλειας,
τα
βάσανα, ο ξεφτελισμός,
η
Οργή, ο ανήμερος θυμός,
το
τραύμα της ευγένειας…
Αυτά οπλίζουν την ψυχή,
αυτά θάρρος γιομίζουν,
Αυτά χουφτώνουν το σπαθί,
Αυτά εχθρούς σκορπίζουν….
*
«Πρόσεξε! Γιατί αν κοιτάξεις την Άβυσσο, θα σε κοιτάξει κι αυτή!», Καρλ Γιούνγκ
Γιώργος Ανεστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου