Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Η εχθρική επιθετική πολιτική των κομμουνιστών του Τίτο έναντι της Ελλάδος λίγο πριν από την έναρξη του Εμφυλίου

Γιόζιφ Μπροζ (Τίτο)

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς μια από τις βασικές προτεραιότητες της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας ήταν να αποκαταστήσει τις διπλωματικές της σχέσεις με την Γιουγκοσλαβία. Αυτό ζητούσαν επιτακτικά από τον εκάστοτε Έλληνα πρωθυπουργό και οι διπλωματικές αποστολές από την Αγγλία και την Αμερική που επηρέαζαν αποφασιστικά την Ελληνική πολιτική σκηνή. Η Ελλάδα επεδίωξε την εξομάλυνση αυτή....
εγκαταλείποντας κάθε εδαφική διεκδίκηση στην περιοχή του Μοναστηρίου, αποστέλλοντας έναν έμπειρο πρεσβευτή στο Βελιγράδι (Διαλέτος) και αποφεύγοντας προσεκτικά να εγείρει προβλήματα στην περιοχή η να δώσει συνέχεια στις συνεχείς Γιουγκοσλαβικές προκλήσεις.

Αντιθέτως η Γιουγκοσλαβία του Τίτο ακολούθησε μια απροκάλυπτα επιθετική και εχθρική πολιτική κατά της Ελλάδος την εξεταζόμενη περίοδο (1944-1946). Αρχικώς οι προθέσεις αυτές δεν ήταν τόσο εμφανείς καθώς η πρώτη μετακατοχική Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση υπό τον Τίτο ήταν "οικουμενική" με περισσότερα από τα μισά μέλη της να μην είναι κομμουνιστές (ανάμεσα τους και ο υπουργός εξωτερικών). Η αρχή έγινε στις αρχές του 1945 όταν συνεχή δημοσιεύματα στην κυβερνητική εφημερίδα γιουγκοσλαβική "μπόρμπα" για απηνή και οργανωμένο διωγμό από τις Ελληνικές Αρχές της σλαβόφωνης μειονότητας που βρισκόταν κυρίως στους νομούς Φλώρινας, Καστοριάς και Πέλλας. Τα δημοσιεύματα αυτά τα ακολούθησαν δύο επίσημα διπλωματικά διαβήματα της Γιουγκοσλαβίας που επισημοποίησε έτσι τις κατηγορίες.


Πέτρος Βούλγαρης

Η συνέχεια δόθηκε με την περίφημη συνέντευξη του Τίτο στους New York Times τον Απρίλιο του 1945 στην ερώτηση για ένα ανεξάρτητο Μακεδονικό κράτος απαντούσε ότι "δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί στην επιθυμία όλων των "Μακεδόνων" να ενωθούν με τα αδέρφια τους". Τον Μάιο είχαμε νέο μπαράζ συνεχόμενων δημοσιευμάτων στον Γιουγκοσλαβικό Τύπο αλλά και δηλώσεων
γιουγκοσλάβων επισήμων για τον "τρόμο στην Μακεδονία" που έσπερναν οι Έλληνες. Σύμφωνα με απόρρητες εκθέσεις Αμερικάνων και Άγγλων αξιωματούχων που περιόδευσαν οι ίδιοι στην επίμαχη περιοχή, οι γιουγκοσλαβικές κατηγορίες δεν επαληθεύονταν.

Το γαϊτανάκι δηλώσεων και δημοσιευμάτων κορυφώθηκε με τις δηλώσεις του Τίτο στις 11 Ιουλίου 1945 στις οποίες κατηγορούσε πλέον επισήμως την Ελλάδα για άσκηση τρομοκρατίας στον σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Βούλγαρης, καθοδηγημένος από τον Άγγλο πρέσβη, αντέδρασε με μετριοπάθεια ενώ η Ελληνική πλευρά προσπαθούσε να αποκατασταθούν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών. Αυτό όμως γινόταν συνεχώς δυσκολότερο καθώς στις 22 Ιουλίου η Γιουγκοσλαβική διπλωματική αποστολή στην Αθήνα επέδωσε νότα διαμαρτυρίας στην οποία απαιτούσε επί λέξει "να σταματήσουν αμέσως οι διωγμοί που εξαπέλυσε η Ελληνική Κυβέρνηση εναντίον των Μακεδόνων και των συμπατριωτών τους στην Μακεδονία του Αιγαίου μέσω άτακτων σωμάτων, με την συμμετοχή και τακτικού στρατού και την υποστήριξη της κρατικής εξουσίας". Σύμφωνα με απόρρητες εκθέσεις του King (διπλωματικού ακόλουθου στο Αγγλικό προξενείο της Θεσσαλονίκης) που περιόδευσε ο ίδιος στην επίμαχη περιοχή τον Ιούλιο του 1945, οι κατηγορίες αυτές δεν είχαν καμία βάση και όσα λίγα περιστατικά βίαιης αυτοδικίας είχαν εκδηλωθεί, έπαψαν αμέσως μετά την εγκατάσταση των επίσημων Ελληνικών Αρχών. Το μόνο παράπονο των Σλαβόφωνων, κατά τον King, ήταν ότι δεν έφτανε σε αυτούς η ανθρωπιστική βοήθεια της UNRRA.

Αλλά οι Γιουγκοσλάβοι δεν περιορίστηκαν μόνο σε φραστικά πυροτεχνήματα και εντυπωσιακές κατηγορίες. Τον Σεπτέμβριο του 1945 σημειώθηκαν σοβαρά συνοριακά επεισόδια στα φυλάκια της Νίκης και του χωριού Εθνικό όπου η Ελληνική Εθνική φρουρά δέχτηκε πυρά από τα Γιουγκοσλαβικά αποσπάσματα, χωρίς όμως να υπάρξουν τραυματισμοί. Η ένταση μεταξύ των 2 χωρών μεγάλωσε το 1946 καθώς σε απόρρητες αναφορές του από το Βελιγράδι, ο έμπειρος Έλληνας πρεσβευτής ανέφερε πως η Γιουγκοσλαβία ετοιμαζόταν να ανακινήσει το "Μακεδονικό Ζήτημα". Επιθετικά άρθρα στον

Η κυβέρνηση Τσαλδάρη

Ελληνικό Τύπο κατά του γιουγκοσλαβικού κομμουνιστικού καθεστώτος αλλά και του Τίτο προσωπικά εξόργισαν τους Γιουγκοσλάβους που απέσυραν τον πρέσβη τους από την Αθήνα.

Κατά την διάρκεια του 1946 έρχονταν συνεχείς πληροφορίες στην Αθήνα ότι οι Γιουγκοσλάβοι εξόπλιζαν και εκπαίδευαν στα Σκόπια ομάδες ατάκτων που θα τις χρησιμοποιούσαν κατά της Ελλάδας. Το επιστέγασμα των πληροφοριών αυτών ήταν τα αιματηρά γεγονότα στο χωριό Σκρα (που βρισκόταν πολύ κοντά στα σύνορα με την Γιουγκοσλαβία )στις 11 Νοεμβρίου 1946: Ένοπλη ομάδα από οκτακόσιους αντάρτες εισήλθαν στο χωριό σκοτώνοντας τους 11 οπλίτες που ήταν η φρουρά της, δολοφόνησαν 55 "εθνικόφρονες" και πυρπόλησαν τα 2/3 των σπιτιών του χωριού. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες στις εφημερίδες έκαναν λόγω για εξαφανίσεις-απαγωγές πολιτών συγκλονίζοντας την Ελληνική κοινή γνώμη.

Σύμφωνα με πληροφορίες της Ελληνικής κυβέρνησης η ομάδα ανταρτών είχε διεισδύσει στην Ελλάδα από την Γιουγκοσλαβική μεθόριο. Σύμφωνα με την επίσημη προσφυγή του επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας στον ΟΗΕ Αθανασίου Αγνίδη διεξαγόταν ανταρτοπόλεμος στην βόρεια Ελλάδα που κατευθυνόταν από την οργάνωση ΝΟΦ που έδρευε στα Σκόπια ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός Τσαλδάρης χαρακτήριζε το στρατόπεδο του Μπούλκες ως "πραγματική ακαδημία τρομοκρατών". Για την επίσημη Ελλάδα ο "κύβος" στις σχέσεις της με την Γιουγκοσλαβία είχε πλέον "ριφθεί".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου