Κυρίες και κύριοι
Υποδεχόμαστε σήμερα με μεγάλη χαρά και
ανυπόκριτη συγκίνηση υπο την αιγίδα της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας αντιπροσωπεία βουλευτών ανάμεσα τους και τον φίλο
πρόεδρο της Παγκόσμιας Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Ελληνισμού αλλά και απογόνων βετεράνων του Β παγκοσμίου πολέμου
στην ακριτική μας περιοχή, για να τιμήσουμε και να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας την μάχη της Βεύης –Στενών Κλειδίου και τους
πεσόντες σε αυτήν, που διεξήχθη από το απόγευμα της 11 Απριλίου και κυρίως την 12 Απριλιου 1941. Η σημερινή εκδήλωση κατέστη δυνατή
χάρη στο αμέριστο ενδιαφέρον και την στήριξη του Περιφερειάρχη κ Δακή και για αυτό τον ευχαριστούμε.
Φιλοξενούμε σήμερα τους απογόνους αυτών,
που από τους Αντίποδες, από την άλλη άκρη της γης, την μακρινή Ωκεανία, άφησαν οικογένειες, παιδιά και γονείς και έδωσαν το
αίμα τους σε αυτήν την μαρτυρική ακριτική περιοχή της ελληνικότατης Μακεδονίας, όπως το καταμαρτυρούν όλα τα αρχαιολογικά
ευρήματα της γης του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Φιλίππου, για να υπερασπιστούν την ελευθερία, την δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια
του τότε ελεύθερου κόσμου απέναντι στις ορδές του φασισμού και του ναζισμού, που προσπάθησαν, να σκεπάσουν με το πυκνό σκοτάδι
της απάνθρωπης πρακτικής τους ολόκληρο τον πλανήτη. Για άλλη μία φορά η περιοχή μας έγινε θέατρο επιχειρήσεων και στόχος
επιβουλής άγριων λύκων, όπως συμβαίνει συχνά στην πορεία των χρόνων, τροφοδοτώντας την ιστορία με ηρωικά γεγονότα και μεγάλες
θυσίες.
Δεν είμαστε όμως αγνώμονες και σήμερα
αποδίδουμε το ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης, σε όσους θυσιαστήκαν ως νέοι Σπαρτιάτες στις δεύτερες Θερμοπύλες της
Ελλάδας, αφού πολλές φορές στην πορεία των αιώνων, έγιναν τόπος θυσίας τα Στενά Κλειδίου, λόγω της θέσης και της ιστορίας
τους, όπως είχε ξανασυμβεί τόσο κατά τους Βαλκανικούς πολέμους το 1912 όσο και κατά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Φαίνεται το έχει
η μοίρα του σημείου, να είναι τόπος αγώνων θυσίας αλλά και καταστροφών.
Στις 11 Απρίλιου 1941 το απόγευμα αρχίζουν
οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ επιτιθέμενων γερμανικών από την μία και αμυνόμενων ελληνικών και συμμαχικών στρατευμάτων από
την άλλη πλευρά. Είχε προηγηθεί η κατάρρευση του γιουγκοσλαβικού μετώπου και η κατάληψη της Φλώρινας από τους Γερμανούς.
Τα στενά Κλειδίου είχαν αναλάβει, να προασπίσουν οι σύμμαχοι Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί και Βρετανοί και τον υποτομέα Κέλλης
είχαν αναλάβει, να προστατέψουν οι ελληνικές δυνάμεις. Το σύνολο των δυνάμεων αυτών συναποτελούσαν την δύναμη Μακ Κέυ με
διοικητή τον στρατηγό Ιβεν Μακ Κέυ, που υπαγόταν όμως στο συγκρότημα W, το οποίο διοικούσε ο στρατηγός Ουίλσον. Eναντίον των υπερασπιστών των στενών παρατάχθηκε το 40ο Τεθωρακισμένο σώμα στρατού της Γερμανίας. Ανατέθηκε ειδικότερα
από τους Γερμανούς στην 1η μεραρχια SS Αδόλφος Χίτλερ, η διάνοιξη της στενωπού και πιο συγκεκριμένα στην Ομάδα μάχης Βίττ, που είχε τεθεί
υπο τις διαταγές του ταγματάρχη Φρίτς Βίττ.
Δεδομένου, ότι η διεξοδική ανάλυση της
μάχης θα γίνει σε ξεχωριστή ομιλία, θα επικεντρωθώ σε συγκεκριμένα θέματα αυτής.
Κατ αρχήν πρέπει, να έχουμε υπόψη μας,
ότι οι δυνάμεις των συμμάχων, που έλαβαν μέρος στην μάχη , είχαν μεταφερθεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιχειρήσεις στην αφρικανική
έρημο και αντιμετώπισαν απότομη μεταβολή κλιματολογικών συνθηκών, αφού χρειάζεται, να θυμόμαστε, πως το πρωί της 12 Απριλίου
1941 ημέρα της κύριας μάχης, το χιόνι στα υψώματα του Κλειδίου και της γύρω περιοχής έφτανε τα 30 εκ. Ως το χάραμα αυτής της μέρας
πολλοί στρατιώτες, που βρέθηκαν σε σχετικά σύντομο διάστημα από το θερμότατο κλίμα της ερήμου, στο έντονο κρύο της περιοχής
μας υπέστησαν κλιματολογικό σοκ και υπέφεραν αρκετοί από κρυοπαγήματα, έχοντας παραλύσει.
Επίσης οφείλουμε, να γνωρίζουμε,
ότι δεν αποφεύχθηκαν λάθη συντονισμού με ευθύνη του διοικητή του συγκροτήματος W Βρετανού στρατηγού Ουίλσον στην επιλογή του μετώπου και στην
διαδικασία σύμπτυξης κατόπιν των συμμαχικών και ελληνικών δυνάμεων, παρά τις ξεκάθαρες διαφωνίες των διοικητών των ελληνικών
τμημάτων. Είναι αναγκαίο, να έχουμε κατά νου, ότι οι Γερμανοί με τα σύγχρονα για την εποχή τους αυτοκινούμενα πυροβόλα, εξεπλάγησαν
και οι ίδιοι με τις δυνατότητες τους, να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές των στενών με ευκολία. Οι αντικρουόμενες οδηγίες και η
διακοπή στην διάρκεια της ημέρας τόσο των επικοινωνιών του συντάγματος Δωδεκανησίων όσο και των συνδέσμων του μαρτυρικού
2/8 Αυστραλιανού Τάγματος πεζικού και η βιαστική καταστροφή των τηλεφωνικών μηχανημάτων του Αμυνταίου από αποχωρούντες Βρετανούς
στρατιώτες, οδήγησαν στο να πληρώσει άδικα αυτό το τάγμα, τον βαρύτερο φόρο αίματος και επηρέασαν ακόμη περισσότερο την έκβαση
της μάχης.
Έτσι λοιπόν ενώ η κυρίως μάχη ξεκίνησε
στις 08.30πμ της 12 Απριλίου 1941, στις 11.00 πμ τα σφοδρά πυρά πολυβόλων και όλμων επέτρεψαν στους Γερμανούς, να προωθηθούν και να
υπερκεράσουν το 2/8 τάγμα των Αυστραλών, το οποίο ήταν τοποθετημένο στις ανατολικές πλαγιές της στενωπού, το δε βρετανικό τάγμα
ανιχνευτών, που βρίσκονταν δυτικότερα τοποθετημένο, νομίζοντας, πως το 2/8 υποχώρησε, συμπτύχθηκε προς τον σιδηροδρομικό σταθμό
Κλειδίου με αποτέλεσμα, να ανοίξει η στενωπός για τους Γερμανούς. Το μεσημέρι γύρω στις 15.00μμ οι Γερμανοί είχαν μετατρέψει
σε κόλαση πυρός ολόκληρη την περιοχή, προκλήθηκε δε ταχεία υποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων, που είχαν απομείνει. Η άτακτη
υποχώρηση, που ακολούθησε και η σύγχυση, που επικρατούσε, επέτειναν το κλίμα πανικού.
Ως τις 18.00μμ η μάχη είχε ολοκληρωτικά
κριθεί, ενώ το μαρτυρικό 2/8 τάγμα πεζικού των Αυστραλών είχε αποδεκατιστεί και συγκεντρωνόταν στο χωριό Ροδώνας. Το 2/8 καταστράφηκε
ως μάχιμη μονάδα και διέθετε μετά την υποχώρηση του μόλις 250 άντρες, από τους οποίους μόνο 50 οπλισμένοι. Κατά τα δραματικά
γεγονότα της μάχης απέλπιδα και μέχρις εσχάτων αντίσταση επέδειξε ο διοικητής του 1/88 συντάγματος πεζικού ο συνταγματάρχης
Χονδρός, ο οποίος έχασε την ζωή του πέφτοντας στο καθήκον μεταξύ των υψωμάτων Ξινού Νερού –Φλαμπούρου στην περιοχή Ραδόσι.
Στην μάχη της Βεύης τραυματίζεται βαρύτατα και ο Αυστραλός συνταγματάρχης Πεϊπον.
Θα ήθελα επίσης, να αναφερθώ στο άφθαστο
παράδειγμα του τελευταίου μαχόμενου Νεοζηλανδού πολυβολητή στα υψώματα Κλειδίου, που αποτελεί παράδειγμα ανδρείας και
ηρωισμού στους αιώνες. Όταν άρχισε η υποχώρηση όλων των δυνάμεων προς τον Νότο σε κλίμα σύγχυσης και οι Γερμανοί προέλαυναν,
έμεινε πίσω τελευταίος με ένα μόνο πολυβόλο σε ένα ύψωμα των στενών στην νότια είσοδο τους και από την στρατηγική θέση, που
επέλεξε, άρχισε, να πολυβολεί τους επελαύνοντες Ναζί. Προκάλεσε δεκάδες νεκρούς και μεγάλη καταστροφή στους Γερμανούς, πριν
τον σκοτώσουν και τον ίδιο. Αποτέλεσε έναν νέο Λεωνίδα της εποχής του, που φύλαξε τις νέες Θερμοπύλες. Δεν λύγισε, δεν υποχώρησε,
θυσιάστηκε αυτοβούλως.
Είναι άξιο λόγου, να τονιστεί, πως οι
Γερμανοί τον έθαψαν δίπλα στους δικούς τους νεκρούς και όταν έκαναν μέρες μετά την μάχη μνημόσυνο στους τάφους των δικών
τους νεκρών, ο Γερμανός ταξίαρχος απέδωσε τιμές και στον Νεοζηλανδό πολυβολητή, αναγνωρίζοντας έτσι το θάρρος και την ανδρεία
του.
Δεν πρέπει επίσης, να λησμονήσουμε τα
ατυχήματα την ώρα του πανικού και της υποχώρησης, όταν οι Βρετανοί ανατίναζαν τις γέφυρες, φεύγοντας και κατά την ανατίναξη
γέφυρας σε ρέμα δυτικά του Αμυνταίου κοντά στον βάλτο βρήκαν τραγικό θάνατο οι άντρες μιας ελληνικής διμοιρίας πολυβόλων
του 1 τάγματος του Συντάγματος Δωδεκανησίων. Είναι λες και η μοίρα στα στενά του Κλειδίου και στο συγκεκριμένο σημείο του
βάλτου, να παίζει τα παιχνίδια της, ώστε να επαναλαμβάνονται τραγικά περιστατικά, όπως συνέβη και στον Α Βαλκανικό πόλεμο.
Οι γηραιότεροι κάτοικοι του Ξινού Νερού
ακόμη θυμούνται στις αφηγήσεις τους αποχωρούντες Αυστραλούς στρατιώτες του 2/4 Αυστραλιανού τάγματος πεζικού, οι οποίοι
περνούσαν μέσα από το χωρίο, κατεβαίνοντας από τα γειτονικά υψώματα, κατευθυνόμενοι προς τον Σωτήρα. Εβδομήντα από αυτούς
θα συλληφθούν αιχμάλωτοι σε οδόφραγμα των Γερμανών στον Σωτήρα. Ήταν άντρες πανύψηλοι και ρωμαλέοι, ταλαιπωρημένοι όμως
από τις κλιματολογικές συνθήκες των ημερών.
Απώλειες είχαν και οι επιτιθέμενοι με
χαρακτηριστικότερο τον θάνατο από νάρκη του αδελφού του Φρίτζ Βίττ αρχηγού της δύναμης, που ανέλαβε την διάνοιξη της στενωπού.
Σε αυτήν την μάχη οι Αυστραλοί όπως και
οι άλλοι συμμετέχοντες είχαν και αγνοούμενους. Στα πλαίσια αναζήτησης αυτών των αγνοουμένων ύστερα από έρευνα, που ξεκίνησε
ο Ελληνοαυστραλός καθηγητής κ Λάμπης Εγγλέζος με την συνδρομή του σταθμού Ράδιο Σύμπαν του Σίδνευ και του δημοσιογράφου
Θωμά Τσαμούρα, μου ζητήθηκε τον Ιανουάριο του 2012 κάθε δυνατή βοήθεια στο επίπεδο της ιστορικής έρευνας αλλά και της επαφής
με αρμόδιους φορείς, για να ευαισθητοποιήσουμε όσους περισσότερους μπορούμε στην ιερή αυτή προσπάθεια. Έκανα, ότι μπορούσα
για αυτό και ελπίζω, να έχουμε κάθε δυνατή βοήθεια από τους αρμοδίους και πρώτα από όλα από τον αγαπητό υπουργό Μακεδονίας
Θράκης κ Καράογλου, ώστε να αρχίσουν κάποιες πρόδρομες εργασίες με την συνδρομή βεβαίως του Περιφερειαρχη Δυτ. Μακεδονίας
κ Δακή και του ελληνικού στρατού. Είναι ιερό μας καθήκον, να βοηθήσουμε για την επιστροφή όλων των αγνοουμένων στην μητέρα
πατρίδα τους, σαν ένας ελάχιστος φόρος τιμής από πλευράς της Ελλάδας για την ανυπέρβλητη θυσία τους. Άλλωστε και εμείς ως
έθνος έχουμε αγνοούμενους πεσόντες και γνωρίζουμε καλά την θλίψη, που αυτό το θέμα προκαλεί.
Βέβαια οι κάτοικοι του Ξινού- Νερού αλλά
και της ευρύτερης περιοχής δεν φάνηκαν αγνώμονες προς την θυσία αυτή. Αντιθέτως ενώ η χώρα ήταν ολοσχερώς κατεστραμμένη και
μόλις απελευθερωμένη από την καταστροφική γερμανική κατοχή και βρίσκονταν μέσα σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα, μετά από πρωτοβουλία
του τότε προέδρου της κοινότητας Ξινού Νερού Αθ. Αλτίνη και του κοινοτικού συμβουλίου, έπειτα από έρανο, στον οποίο συμμετείχαν
οι κάτοικοι του χωριού, ανήγειραν ηρώο και έχει σημασία πως αυτό είναι το πρώτο μνημείο πεσόντων Αυστραλών και Νεοζηλανδών
στην Ελλάδα, που τα εγκαίνια του έγιναν στις 4 Νοεμβρίου 1945 και στο οποίο βρεθήκαμε πριν λίγο.
Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έκανε
ο τότε υπουργός γεν. διευθυντής Δυτικης Μακεδονίας Νάλτσας, αποκαλύπτοντας το μνημείο, που ήταν σκεπασμένο με την ελληνική
και βρετανική σημαία. Επιμνημόσυνους λόγους εκφώνησαν ο εφημέριος του χωριού Παπαβρααμ, ο Γ, Μόδης και ο υπουργός Νάλτσας.
Παρέστησαν επίσης οι τότε υπουργοι Φραγκίσκας και Ξυροτύρης , ο υποπρόξενος της Βρετανίας Χίλλ, ο πρώην υπουργός Φίλιππος
Δραγούμης, ο τότε δήμαρχος Φλώρινας Σαπουντζής, οι νομάρχες Κοζάνης, Φλώρινας, Καστοριάς και Εδεσσας.
Κατέθεσαν στεφάνια όλα τα δημοτικά σχολεία
του Αμυνταίου και των γύρω χωριών καθώς και όλοι οι κοινοτάρχες, ενώ είχαν βάλει και έκτακτο δρομολόγιο τρένου, για να έρθουν
οι πολίτες από την περιοχή Φλώρινας. Xορωδία μεικτή υπο τον Τριανταφύλλου έψαλλε τους εθνικούς ύμνους και ακολούθησε παρέλαση του
505 τάγματος του στρατού, όλων των σχολείων και προσκόπων. Τέλος όλοι μαζί κατευθύνθηκαν στην κεντρική πλατεία του χωριού,
όπου παρατέθηκε γεύμα και ακολούθησαν χοροί.
Πενήντα χρόνια μετά την μάχη τον Απρίλιο
του 1991 έγιναν ξανά μεγάλες εκδηλώσεις στο ίδιο μνημείο παρουσία του αρχηγού ΓΕΣ της Αυστραλίας. Είναι αυτός ένας ακόμη λόγος,
για να σας ζητήσουμε, να το εντάξετε πρώτο αυτό ως βασικό σημείο αναφοράς στο οδοιπορικό των Αντζακ στα πλαίσια των δρόμων
της μνήμης και να το επισκέπτεστε πάντα, όταν έρχεστε στην Ελλάδα.
Φίλοι μας, δυστυχώς μας επισκέπτεστε
πάλι σε δύσκολους καιρούς. Τότε μας βοηθήσατε, να αντιμετωπίσουμε τις ορδές του Ναζισμού. Σήμερα η χώρα μας υποφέρει από έναν
ακήρυκτο οικονομικό αυτήν την φορά πόλεμο, που όπως και τότε έτσι και τώρα τον δίνει υπό άνισους όρους. Μεγάλες χώρες δεν διδάχθηκαν
πολλά από την ιστορία έτσι ώστε, να αποφύγουν νέα αλαζονικά λάθη, που μπορεί, να καταστρέψουν ξανά την Ευρώπη. Δυστυχώς μάλιστα
ούτε τις οφειλόμενες αποζημιώσεις προς την χώρα μας, που κατέστρεψαν ολοσχερώς τότε με μανία, δεν επιθυμούν, να αναγνωρίσουν.
Ελπίζουμε, ότι στην διεθνή ανάδειξη και αυτού του θέματος, που ξεκινά τώρα για πρώτη φορά τόσο οργανωμένα από τον Έλληνα υπουργό
των εξωτερικών, θα σας βρούμε πάλι θερμούς συμπαραστάτες.
Στα αυτιά μας ηχεί ακόμη η προειδοποίηση
του κ Γιούνγκερ πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου πως «Όποιος πιστεύει ότι δεν τίθεται πλέον το αιώνιο ερώτημα περί ειρήνης
και πολέμου στην Ευρώπη, μπορεί να πλανάται οικτρά. Οι δαίμονες δεν έχουν φύγει, απλά κοιμούνται». Έχουμε την ελπίδα, ότι
θα συνέλθουν οι ισχυροί από τις ιδεοληψίες τους και θα αποφύγουμε μια επανάληψη της ιστορίας, την οποία πρέπει, πάντα να θυμόμαστε,
γιατί μπορεί, να μας ξαναχρειαστεί. Γνωρίζουμε όμως, ότι σε εσάς μπορούμε, να υπολογίζουμε και στην σημερινή δύσκολη συγκυρία,
ως διαχρονικούς φίλους και συμμάχους, που αγαπάτε την Ελλάδα, αφού τα χώματα αυτά τα πότισε αίμα και δικών σας ανθρώπων. Το
αποδείξατε πολλές φορές και στο πεδίο της μάχης αλλά και σήμερα με την ξεκάθαρη υποστήριξη σας στα εθνικά μας θέματα κόντρα
στους πλάνους παραχαράκτες της ιστορίας. Σας καλωσορίζουμε λοιπόν ως αδελφούς εξ αίματος πια και σας ζητούμε, να θεωρείτε
την χώρα μας ως δεύτερη σας πατρίδα!
Μπράβω φίλε και πατριώτη Βαγγέλη Ιωαννίδη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΙΓΑ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΩΤΗ!! ΜΟΝΟ ΝΑ ΕΠΙΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΞΕΡΕΙ... ΤΟ ΨΩΝΙΟ ΜΕ ΤΑ ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΕΧΕΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΛΑΜΟΓΙΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝ ΣΑΝ ΕΣΕΝΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙΣ ΟΛΟ ΕΜΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΨΩΝΙΑ ΚΛΠ. ΘΑ ΘΕΛΑΤΕ ΠΟΛΥ ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΛΛΑ ΔΕΝ. ΕΤΣΙ ΘΑ ΨΟΦΗΣΕΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΖΗΛΙΑ ΣΑΣ ΒΟΥΤΗΓΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΚΟΜΠΛΕΞ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΟΝ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΖΗΛΕΥΕΤΕ Ε; ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΣΑΣ ΕΝΟΧΛΕΙ ΤΟ ΝΤΥΣΙΜΟ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΗΘΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ.
ΑπάντησηΔιαγραφή